ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 30.12.2021
Ηταν Σεπτέμβριος του 1922 όταν χιλιάδες πρόσφυγες, ξεριζωμένοι από τη Μικρά Ασία, αποβιβάζονται στο λιμάνι του Βόλου. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, με τους μπόγους στα χέρια και το βλέμμα γεμάτο απελπισία. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στον Ξηρόκαμπο, στον προσφυγικό συνοικισμό, και με τον καιρό δημιούργησαν τη νέα τους πατρίδα, τη Νέα Ιωνία. Συνολικά 13.000 ήταν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Βόλου. Ενα πλινθόκτιστο δωμάτιο και μια μικρή αυλή ήταν τα σπίτια τους, με κοινόχρηστους χώρους για τα πλυσταριά και τα αποχωρητήρια σε κάθε τετράγωνο. Το 1925 κατασκευάστηκαν τα «Τσιμεντένια», σπίτια 45 τ.μ., με δύο δωμάτια και ιδιωτικό αποχωρητήριο, για 356 οικογένειες. Ακολούθησαν τα «Τζαμαλιώτικα», σπίτια 15 τ.μ., με κοινόχρηστα αποχωρητήρια, για 104 οικογένειες. Ονομάστηκαν έτσι από την καπναποθήκη Τζαμαλή, στην οποία για μεγάλο διάστημα στεγάστηκαν πρόσφυγες. Τα «Γερμανικά» ήταν ξύλινες, λυόμενες κατοικίες 25 τ.μ., τα «Πέτρινα», που κατασκευάστηκαν το 1929, είχαν δύο δωμάτια κι ένα χολ, ενώ το 1934 χτίστηκαν τα «Καρταλέικα» (επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Καρτάλη).
Πληροφορίες από το λεύκωμα «Μνήμες προσφύγων. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Βόλο», που επιμελήθηκε η Διεύθυνση Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών Δήμου Βόλου, 100 χρόνια μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σημαντική συμβολή στην ιστορία μιας πόλης, η οποία, εκτός από αστικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, υπήρξε και τόπος καταφυγής, φιλοξενίας και αποκατάστασης χιλιάδων προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η έκδοση (με την υποστήριξη του ΥΠΠΟΑ) περιλαμβάνει φωτογραφίες, προφορικές μαρτυρίες, δημοσιεύματα της εποχής, λεπτομέρειες από την εγκατάσταση των 13.000 Μικρασιατών στη βιομηχανική πόλη του Βόλου.
Το υλικό της έκδοσης προέρχεται από τη μεγάλη έκθεση «Βόλος – Νέα Ιωνία: τόσο μακριά, τόσο κοντά», που εγκαινίασε το Μουσείο της Πόλης του Βόλου τον Δεκέμβριο του 2014. Πρόκειται για ανέκδοτες συλλογές του μουσείου που διατέθηκαν από δωρητές με μικρασιατική καταγωγή και προσκτήθηκαν από το 2015 έως και σήμερα, καθώς και συλλογές πολιτιστικών και αθλητικών μικρασιατικών συλλόγων της πόλης του Βόλου που συνεργάστηκαν με τη Διεύθυνση Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών (ΔΑΜΒ) σε σειρά εκδηλώσεων και περιοδικών εκθέσεων.
Η ζωή για τους πρόσφυγες δεν ήταν εύκολη. Πολλοί εργάστηκαν ως λιμενεργάτες, ναυτικοί και αλιείς στο λιμάνι του Βόλου. Τα μικρά παιδιά δούλευαν νερουλάδες. Οι περισσότεροι εργάστηκαν στη βιομηχανία και λίγοι δημιούργησαν βιομηχανίες ή βιοτεχνίες, όπως οι Ετμεκτζόγλου από την Προύσα (βιομηχανία μεταξωτών), ο Τερζόγλου και ο Τοπιδόγλου, που έφτιαξαν χυτήρια, κ.ά. Αρκετοί έφτιαξαν κινητά μαγαζάκια πουλώντας κάθε λογής εμπόρευμα.
Γειτονιά, προέκταση του σπιτιού
Σύμφωνα με το αρχείο του Εργαστηρίου Προφορικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στους χωματόδρομους της Νέας Ιωνίας, τα απογεύματα, οι δρόμοι γέμιζαν και η γειτονιά γινόταν προέκταση του σπιτιού. Γυναίκες κάθε ηλικίας έβγαιναν στα πεζοδρόμια, με καρέκλες και σκαμνιά, κεντούσαν, αφηγούνταν ιστορίες της παλιάς ζωής, συχνά έπαιζαν «καρύδια» ή πηδούσαν «σκοινάκι» μαζί με τα μικρά κορίτσια της γειτονιάς.
Στα περισσότερα σπίτια, στο δωμάτιο των 15-20 τ.μ. ζούσαν παππούδες, γονείς και παιδιά. Το πρώτο κρεβάτι ήταν για το αντρόγυνο, ενώ τα παιδιά κοιμόντουσαν στρωματσάδα. Κουζίνα δεν υπήρχε, μαγείρευαν στις φουφούδες στην αυλή. Εκεί ζέσταιναν καζάνια με νερό για να πλυθούν κάθε Σάββατο στην αυλή, όλα τα παιδιά στη σειρά.
Η υδροδότηση της Νέας Ιωνίας γινόταν από αρτεσιανά πηγάδια, τα οποία διοχέτευαν νερό σε 120 κοινόχρηστες βρύσες, μοιρασμένες στις γειτονιές του συνοικισμού. Σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο υπήρχε μία μόνο βρύση, κι αυτή είχε νερό λίγες μόνο ώρες κάθε μέρα.
Οι βεγγέρες στη Νέα Ιωνία στήνονταν πάνω από ένα πιάτο φαΐ. Διέξοδος ήταν οι βόλτες στο Φαρδύ και στα τσιπουράδικα. Αργότερα ήρθε ο θερινός κινηματογράφος, ενώ η Νίκη Βόλου, που ιδρύθηκε το 1924 ως Γυμναστικός Σύλλογος Προσφύγων, σύντομα έγινε το πρώτο επίσημο ποδοσφαιρικό σωματείο της Μαγνησίας, με χρώματα το κίτρινο και το μαύρο.
Οι διακρίσεις ανάμεσα σε «πρόσφυγες» και «ντόπιους» δεν έλειπαν, όμως με το πέρασμα του χρόνου οι διαφορές αμβλύνθηκαν. Συνέβαλαν οι περίοδοι κρίσεων που βίωσε η πόλη: Ιταλογερμανική Κατοχή (1941-1944), σεισμοί και πλημμύρες (1955-1957), αποβιομηχάνιση (μέσα δεκαετίας 1980), οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας επεκτάθηκε χωροταξικά και πληθυσμιακά, αποκτώντας υποδομές, προσελκύοντας πια νέους κατοίκους. Σήμερα, ο Βόλος διατηρεί την ταυτότητα της πολυσυλλεκτικής πόλης.
«Η παρούσα έκδοση έρχεται να συγκεράσει και να αξιοποιήσει όλες τις παραπάνω προσπάθειες για τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Μικρασιατών προσφύγων-κατοίκων της πόλης του Βόλου», σημειώνει στην εισαγωγή η Αίγλη Δημόγλου, δρ Ιστορίας, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών. Και προσθέτει ότι «με οδηγό τα τεκμήρια που προσέφεραν οι προσφυγικοί σύλλογοι και οι απόγονοι της πρώτης γενιάς προσφύγων, αποσπάσματα είτε αυτούσια είτε σε απόδοση από τις προφορικές μαρτυρίες, αλλά και την πλούσια βιβλιογραφία, έχει σκοπό να συμβάλλει στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης της πόλης».
Για το λεύκωμα συνεργάστηκαν οι τοπικοί σύλλογοι: Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «ΙΩΝΕΣ», Πολιτιστικός Σύλλογος Μικρασιατών Ν. Ιωνίας Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι», Σύλλογος Καππαδοκών Βόλου.