Η καρδιά του κοινοτικού βίου των Ελλήνων χτυπά στις πλατείες των χωριών. Βέβαια, υπάρχουν πολλών λογιών τέτοια «ξέφωτα» ανάμεσα στα σπίτια, άλλα με προτομές ή εκκλησίες, παιδικές χαρές, καφενεία και πλατάνια. Στην πατρίδα μου, την Ερμούπολη της Σύρου, δεσπόζει η ιταλικού τύπου πλατεία με τη μεγαλοπρεπή σκάλα του δημαρχείου, που σχεδίασε ο Ερνέστος Τσίλλερ: το καλύτερο «θεωρείο» για γενιές και γενιές Συριανών. Στη Νίσυρο, η ζωή περιστρέφεται γύρω από την «Ηλικιωμένη», που πήρε το όνομά της από τις γερόντισσες που κάθονταν για να δροσιστούν. Ομως, η πιο αρχετυπική ελληνική πλατεία που έχω δει είναι στον Λαύκο, στο νότιο Πήλιο: χωρά όλες τις ηλικίες, χαρίζει τον ίσκιο της απλόχερα, σε τρατάρει καφέ και μετά μαγειρευτό φαγάκι.
Το πιο σπουδαίο αξιοθέατό της δεν είναι η ωραία εκκλησία της Γέννησης, που έχει κτιστεί το 1756, αλλά το παλαιότερο καφενείο της χώρας, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και λειτουργεί απρόσκοπτα επί 235 χρόνια. Ο ιδιοκτήτης, Μανώλης Φορλίδας, ήρθε να μας περιποιηθεί μόλις φθάσαμε εκεί, το περασμένο Σάββατο, αλλά και να μας ξεναγήσει στα ενδότερα, όπου υπάρχουν φωτογραφίες διάσημων θαμώνων: από τον Παπαδιαμάντη, που έκανε εκεί συνήθως στάση για να κοιμηθεί στο Χάνι του πρώτου ορόφου, στα ταξίδια του μεταξύ Σκιάθου και Βόλου, μέχρι τον Ντε Κίρικο, του οποίου ο πατέρας ήταν ο Ιταλός μηχανικός που σχεδίασε το σιδηροδρομικό δίκτυο της Θεσσαλίας. Και από τον Βάρναλη, που είχε χρηματίσει σχολάρχης στη γειτονική Αργαλαστή, ώς τον Αλέξανδρο Δελμούζο, τον μεγάλο μεταρρυθμιστή της ελληνικής Παιδείας.
«Κρατώ αυτό το καφενείο ζωντανό, το θεωρώ μέσα μου χρέος στις περασμένες γενιές της οικογένειάς μου, που έκαναν το ίδιο», είπε ο κ. Φορλίδας καθώς μας σέρβιρε βαρύ γλυκό. Οταν έμαθε πως είμαι δημοσιογράφος της «Κ», γέλασε και συμπλήρωσε: «Αν τα γράψεις καλά, θα βάλω το άρθρο σε κορνίζα, όπως έχω μερικά ακόμα στον τοίχο από άλλους συναδέλφους σου». Στο μεταξύ είχε σχολάσει μια βάπτιση στην εκκλησία και η πλατεία γέμισε γονείς και παιδιά, οι γάτες ξεβολεύτηκαν από τις καρέκλες και μερικές στάλες μας έβρεξαν τα μαλλιά – αλλά η μπόρα ήταν περαστική.
Σε λίγο κατέφθασε νέα φουρνιά από παιδιά με τα ποδήλατά τους, ενώ έφηβοι που χάζευαν τα κινητά κάθισαν στα πεζούλια. Πιο κάτω, ηλικιωμένοι κουβέντιαζαν και χειρονομούσαν. Ολες οι ηλικίες έδιναν το «παρών» και μετά εξαφανίζονταν στα καλντερίμια. Το πέρασμα από το Λαύκο έκλεισε σε μια από τις ταβέρνες της πλατείας, με ρεβίθια φούρνου τέλεια χυλωμένα, πίτα με πιπεριές και τυριά από τα χέρια της Κατερίνας, που μας ευχήθηκε «στο επανιδείν».
Πηγή: Kathimerini