ΕΦ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ 17-9- 2017
της Μαρίας Σπανού
Με αφορμή τη συμπλήρωση, πριν από λίγες ημέρες, ενός αιώνα από τη γέννηση του Κίτσου Μακρή, καταθέτουμε την ελάχιστη συμβολή μας στη μνήμη της μεγάλης αυτής προσωπικότητας της Ελληνικής Λαογραφίας, που δικαίως αξιώθηκε της πανελλήνιας αναγνώρισης και ακτινοβολίας.
Ο Κ. Μακρής γεννημένος στη Λάρισα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1917, υπήρξε γόνος μιας οικογένειας με πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του Ευθαλία. Ο αδελφός του Φαίδων υπήρξε διαπρεπής δημοσιογράφος και αγωνιστής, ο Άρης ταλαντούχος μουσικός και διευθυντής του Ωδείου Λάρισας, η αδελφή του Άρτεμις, δασκάλα με σημαντική λογοτεχνική παιδεία και ο πατέρας του Αλκιβιάδης τυπογράφος με καλλιτεχνικές τάσεις. Η εγκατάστασή τους στο Βόλο το 1926, σε μια ευνοϊκή συγκυρία, όπου στην πόλη συνυπήρχε η πνευματική άνθιση με την καλλιτεχνική πρωτοπορία, έδωσε στο νεαρό Κίτσο τα πρώτα ερεθίσματα για κάθε μορφή τέχνης. Από τότε, η ζωή του όλη, μια πολυκύμαντη διαδρομή με εκφρασμένες στο μέγιστο τις πνευματικές και καλλιτεχνικές του ανησυχίες, είχε έδρα πάντα το Βόλο έως το θάνατό του, το Δεκέμβριο του 1988.
Ο Κίτσος και η Κυβέλη (1940)
«Για να μιλήσεις για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, πρέπει να ξεκινήσεις από την Αρχή του. Όπως συμβαίνει με ένα βιβλίο, μ’ ένα σημαντικό βιβλίο. Αρχίζεις από την πρώτη σελίδα του και προχωράς. Και όσο προχωράς, τόσο πιο ολοκληρωμένα προσλαμβάνεις τα νοήματά του, κατανοείς τις προθέσεις του συγγραφέα. Χαίρεσαι το περιεχόμενό του. Και στο τέλος λυπάσαι. Λυπάσαι, γιατί τελείωσες. Πολλές φορές σε κυριαρχεί μια περίεργη διάθεση και θέλεις να προεκτείνεις το περιεχόμενο του βιβλίου, να ανιχνεύσεις και άλλα «ενδεχόμενα» στην έμπνευση του συγγραφέα. Να φανταστείς πώς θα ήτανε, αν αυτό το βιβλίο δεν τελείωνε ποτέ και ζούσες για πάντα μέσα στη γοητεία της αφήγησής του». Αυτό, μεταξύ άλλων, είχε γράψει ο αείμνηστος Γιώργος Χουρμουζιάδης σε συνέντευξή του, αμέσως με το άκουσμα του θανάτου του Κ. Μακρή. Ότι η προσωπικότητα, το έργο και η πνευματική προσφορά του Κίτσου Μακρή μοιάζει με ένα βιβλίο με πολλά κεφάλαια. Και με πολλά υποκεφάλαια, θα πρόσθετα εγώ, όσες και οι πτυχές του πολυδιάστατου ερευνητικού, συγγραφικού και διδακτικού του έργου για την ελληνική Λαϊκή Τέχνη και Λαογραφία.
Η περίπτωση του Κ. Μακρή, με τη δραστική παρέμβασή του στα πολιτισμικά μας πράγματα, αποτελεί φαινόμενο σπάνιο και ίσως και μοναδικό για την εποχή του. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς, διατρέχοντας τη διαδρομή του. Η θέαση του έργου του θα μπορούσε να είναι μια κιβωτός γνώσεων, διανοημάτων, εκμυστηρεύσεων, αποφθεγμάτων, κρίσεων και αποφάνσεων για όλα τα ζητήματα που βασάνισαν την πολυμέρεια των ενδιαφερόντων του: Πολεοδομία, αρχιτεκτονική (εκκλησιαστική και αστική), λιθογλυπτική, αγιογραφία, κοσμική ζωγραφική, υφαντική, παραδοσιακή ενδυμασία, κεντητική, μεταλλοτεχνία, αργυροχρυσοχοΐα. Eξαντλώντας τη μελέτη της Λαϊκής Τέχνης του Πηλίου, διεύρυνε την ερευνητική του ματιά στην Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τα νησιά. Δεν υπήρχε γωνιά της Ελλάδας που να μην περπατήσει και να μην ταξιδέψει με το θρυλικό Voks Wagen, τη «γοργoνίτσα» του, όπως του άρεσε να αποκαλεί το αυτοκίνητό του. Από την ώρα που ήρθε σ’ επαφή με τον θαυμαστό κόσμο της λαϊκής τέχνης, δεν τον χωρούσε ο τόπος, όπως έλεγε, ο Γιώργος Θωμάς. Γι’ αυτό δεν άργησε να στρέψει το αντικείμενο της λαογραφικής του έρευνας και στα Βαλκάνια: Aλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία. Ο Κίτσος όμως παράλληλα ασχολήθηκε και με τη σύγχρονη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Σε κάθε πνευματική και πολιτιστική κίνηση ήταν παρών με άποψη, θέσεις και ενεργή δράση σε μια πλειάδα αντίστοιχων φορέων όπου πρωταγωνιστούσε, όπως οι «Φιλότεχνοι Βόλου», με κορύφωση την προεδρία του στην «Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση» και επί μια δεκαετία στην «Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών», η προσφορά του οποίου τονίστηκε από τον τότε πρόεδρο της ΕΘΕ, Δημήτρη Σιάτρα κατά την επικήδεια ομιλία του.
Το πιο εντυπωσιακό στην πορεία της ζωής του είναι ότι, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στη δεκαετία του 1940, όντας μόλις είκοσι χρονών με «ακαταστάλαχτες ακόμη ανησυχίες», όπως ο ίδιος σημειώνει, κατάφερε να γίνει γνωστός στους κύκλους της τέχνης. Στην περίοδο αυτή, στην Ελλάδα είχε ολοκληρωθεί η ανανεωτική και αντιακαδημαϊκή τέχνη του παρελθόντος, σε μια πλούσια και ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική σκηνή. Βεβαίως υπήρχε ακόμη ο διπολισμός: από τη μια η αστικότητα και από την άλλη η ελληνικότητα και η παράδοση. Ο ίδιος έζησε από μικρός την ιδεολογία της λαϊκής παράδοσης ταυτόχρονα με την αστική προσπάθεια στη δυτικότροπη προσαρμογή. Η παραίνεση για περαιτέρω ενασχόληση με το ήδη εκφρασμένο εικαστικό του ενδιαφέρον ήρθε από τον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ, Δημήτρη Ευαγγελίδη. Το έναυσμα εδόθη: «Να ερευνήσεις τον Θεόφιλο, που είχε ζήσει και δημιουργήσει στο Πήλιο». Θέμα εξόχως σαγηνευτικό για τον εικοσάχρονο Κίτσο και κυρίως ανεξερεύνητο. Ήταν το πρώτο του βήμα. Τότε ήταν που γνώρισε το μεγάλο αρχιτέκτονα, Δημήτρη Πικιώνη. Καρπός αυτής της πρώιμης έρευνάς του ήταν το παρθενικό του βιβλίο. «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» (1939). Από εκείνη τη στιγμή, ένας πρωτόγνωρος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά στον έκθαμβο νέο. Αλλιώτικος από εκείνο που είχε έως τότε συναντήσει. Άρχισε να τον διερευνά με δίψα. Μια νέα άγνωστη εικαστική γλώσσα άρχισε να μιλά κατευθείαν στην καρδιά του. Ένα δάσος θαυμαστό ορθώθηκε μπροστά του με παράξενες μορφές –δράκοντες, λιοντάρια, φίδια, φεγγάρια, ήλιους, άγιους και θνητούς- που τον καλούσε με μιαν ακατανίκητη δύναμη να το διαβεί. Άρχισε να οδοιπορεί σε κάθε ξεχασμένη ελληνική γωνιά παρατηρώντας, σημειώνοντας και φωτογραφίζοντας. Συνοδοιπόρος του και βοηθός του, η δεκαεπτάχρονη τότε κοπέλα Κυβέλη Ζημέρη, φωτογράφος και η ίδια όπως ο πατέρας της Κώστας Ζημέρης. Από τον Αύγουστο του 1944 που παντρεύτηκαν στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, αντάρτες και οι δύο, η Κυβέλη έμελλε να τον συντροφεύει για πάντα. Εκείνη ως φωτογράφος διέθετε καλή μηχανή «και ένα περίεργο σιδερένιο κουτί μέσα στο οποίο έβαζε λίγη ποσότητα από μαγνήσιο και με ένα ειδικό χαρτί το άναβε. Μια δυνατή λάμψη και ύστερα ένα μαύρο σύννεφο καπνού». Αυτό ήταν. Η εικόνα είχε απαθανατιστεί. «Μουτζουρωμένοι, κατάκοποι μα τρισευτυχισμένοι γύριζαν με τη λεία τους» μετά τις ολοήμερες εξορμήσεις τους. Εκκλησίες, σπίτια, γεφύρια, βρύσες, φορεσιές και λιθανάγλυφα, δείγματα λαϊκής ζωγραφικής και ξυλογλυπτικής άρχισαν να συγκροτούν τον πυρήνα του φωτογραφικού του αρχείου. Η φωτογραφική συγκομιδή του συμπληρωνόταν με σχέδια, αναμνήσεις, σημειώσεις. Στη συνέχεια, περνούσε στην τεκμηρίωση μελετώντας, αφομοιώνοντας και ποιώντας. Κάθε καινούργια ανακάλυψη και μια συγκίνηση για τα άγνωστα αντικείμενα που πλούτιζαν το νόημα της ζωής του και δεν τον άφηναν λεπτό εφησυχασμού. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο προσέγγιζε όλο αυτό το θησαυρό σε συνδυασμό με τα ατελείωτα ερωτήματα που αυτόματα τον απασχολούσαν, αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητάς του. Ποιος ήταν ο κόσμος αυτός που τον θάμπωνε; Ποιοι ήταν οι δημιουργοί του; Ποιο ήταν το σημαίνον και ποιο το σημαινόμενο; Πόσο όμορφα, αληθινά και ανεπιτήδευτα μπορεί να εκφραστεί ο άνθρωπος; Ο Κίτσος ακολούθησε το δρόμο αυτό της έρευνας και της αποκάλυψης με το ίδιο δέος που πρωτοαντίκριζε ένα απέριττο αντικείμενο, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει την επιλογή του, δια βίου. Ήταν ένας ιεραπόστολος της τέχνης. Τα αποτελέσματα των ερευνών του τα πρόβαλλε με κάθε μέσο που του προσέφερε η τεχνολογία της εποχής, μιας εποχής που τότε ανακάλυπτε τη μαγεία του λαϊκού πολιτισμού. Διαλέξεις, εκθέσεις, δημοσιεύματα, ραδιοφωνικές ομιλίες, ατέρμονες συζητήσεις με τους επιστήθιους φίλους του. Μετά, τα δημοσίευε. Σε όλες του τις έρευνες παρούσα η διεισδυτική του ματιά και η κριτική του σκέψη. Το έργο του ογκώδες.
Η πολύκλαδη πνευματική, ερευνητική, αισθητική, διδακτική και συγγραφική δράση του Κ. Μακρή, μια δράση που καλύπτει παραπάνω από μισό αιώνα, δεν είναι δυνατό να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια. Το έργο του βεβαίως έχει κατ’ επανάληψη παρουσιαστεί και αναλυθεί από τους παλαιότερους και νεότερους μελετητές του, σε επίπεδο τοπικό και εθνικό, με φήμη που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Σε αυτό στο σύντομο σημείωμα, περιορίζομαι να πω ότι εκείνος μας πρωτοσύστησε τους Παγώνηδες (1952) , τα πηλιορείτικα ψευτοπαράθυρα (1942), τις λαϊκές ζωγραφιές του μοναστηριού του Αη-Λαυρέντη (1947), τις πηλιορείτικες φορεσιές (1949), τον καπετάν Στέργιο Μπασδέκη και τον γλύπτη Μήλιο (1955), τον αρχιμάστορα Δήμο Ζηπανιώτη (1957). Στη συνέχεια, ανέδειξε άλλες προσωπικότητες της λαϊκής τέχνης και κυρίως δημιουργούς, όπως οι Χιοναδίτες ζωγράφοι, ο λαϊκός ζωγράφος Νικόλαος Χριστόπουλος, οι ζωγράφοι της Σαμαρίνας κ. ά. Σε όλες του τις μελέτες παρούσα η διεισδυτική του ματιά και η ευαισθησία του. Ιστόρησε και κατέγραψε με «πικραμένο πάθος» όλο τον λαογραφικό πλούτο, που εξαφάνισαν, εκτός από τον αδηφάγο χρόνο, οι πόλεμοι, οι σεισμοί, η αδιαφορία ή ενίοτε και συμφέροντα.
Στο βίο του συναναστράφηκε πλήθος ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης. Έδωσε και πήρε από αυτούς σε μια διαρκή ανάδραση. Το σπίτι του, επί δεκαετίες, μετατράπηκε σε μια φιλόξενη και ανοικτή εστία πολιτισμού για κάθε μη βολιώτη καλλιτέχνη ή διανοούμενο που ερχόταν στο Βόλο. Θυμάμαι τις συνεχείς αναφορές στον Κίτσο του χαράκτη Τάσσου, όταν ερχόταν στο Δημαρχείο για να παρουσιάσει τα προπλάσματα των χαρακτικών του έργων.
Ο Κίτσος Μακρής σεβόταν και θαύμαζε την Αγγελική Χατζημιχάλη και την πρωτοβουλία της να ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο τη παραστρατημένη σύγχρονη χειροτεχνία. Ο καημός του ήταν να γίνει κάτι αντίστοιχο και στην περιοχή μας. Αυτό ονειρευόταν. Θεωρούσε επιτακτική, αντικειμενική ανάγκη η λαϊκή τέχνη να ξαναζωντανέψει και να επιβιώσει όχι ως μνημειακή υποχρέωση αλλά ως ενεργή συμμετοχή για μια νέα δημιουργία σε συνάρτηση με τις τότε συνθήκες. Η έγνοια του ήταν πως ένας ολόκληρος κόσμος, από ανθρώπους γνώστες της παράδοσης, θα κινητοποιηθεί ξανά. Ποια δύναμη θα καταφέρει να τους ξυπνήσει το μεράκι για μια νέα δημιουργία πάνω στο κομμένο νήμα της παράδοσης. Και ευτυχώς το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ο νέος μεγάλος τότε Εθνικός Οργανισμός Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ μετέπειτα ΕΟΜΜΕΧ), από το 1962 (με αναγκαστικό διάλειμμα την περίοδο 1967-1974 που απολύθηκε από τη δικτατορία), του ανέθεσε την ευθύνη για την χειροτεχνική ανάπτυξη του Βόλου και της Θεσσαλίας. Ο ενθουσιασμός του Κίτσου έγινε δύναμη ακράτητη που τον ώθησε να κάνει πράγματα ωραία και θαυμαστά. Ο ίδιος εμψύχωσε μια κυψέλη ανθρώπων ευαισθητοποιημένων, που ακολούθησαν το όραμά του. Παλιοί τεχνίτες και πολλοί νέοι. Ο κόσμος άγγιζε με ενθουσιασμό τα νέα καλαίσθητα αντικείμενα που άρχισαν να κυκλοφορούν, εμπνευσμένα από τη λαϊκή τέχνη.
Είναι αλήθεια ότι ο Κίτσος Μακρής έζησε σε μια εποχή που η νεοελληνική ζωή αναζητούσε καινούργια και τολμηρά πετάγματα. Και ο Μακρής χωρίς άλλο τη βοήθησε να φτερουγίσει. Σε όλη του τη ζωή δούλεψε με παλμό, με φιλοσοφημένη έξαρση, γαλήνιος και ατάραχος σαν την ήσυχη θάλασσα και έτσι τραγούδησε την ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία. Κοντά όσο λίγοι στις απλές ανθρώπινες αλήθειες, έχοντας τα πόδια του πάντα στη γη, γεμάτος από αγάπη για το συγκεκριμένο, το τρυφερό κοίταγμά του πάνω στη λαϊκή τέχνη δεν είναι αποσπασματικό. Δεν αποτελεί μια διαλείπουσα ερασιτεχνία, μα λειτούργημα οργανικό, που το υπηρέτησε με αφοσίωση, υποταγή και θάρρος. Αντιτάχθηκε στο συντηρητισμό, αναζητώντας με απέραντη υπομονή δύσκολα καλλιτεχνικά μονοπάτια. Αντιμετώπισε το δισυπόστατο ιδεολογικό πρόβλημα της ανατολίζουσας και της δυτικότροπης τέχνης με μια δημιουργική σύζευξη, αποτελώντας μια πετυχημένη περίπτωση συμφιλίωσης των δυτικών και ανατολικών εικαστικών παραδόσεων. Τιμημένος και πολυβραβευμένος, υπήρξε καθαρός και βαθιά έντιμος. Ευγενής, απλός και ειλικρινής. Βαθιά καλλιεργημένος και στοχαστής. Με πνευματική αρχοντιά. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε έχοντας υπόψη τους κοινωνικούς του αγώνες ότι υπήρξε ένας αληθινός επαναστάτης. Αντισυμβατικός και αυτόνομος. Η καλλιτεχνική και πνευματική παρακαταθήκη είναι γεμάτη από εμπειρίες αυθεντικές και γνήσια εκφραστική εικαστική γλώσσα. Το έργο του είναι πλούσιο από σοφία, όραμα, χιούμορ, κριτική σκέψη, ταλέντο. Ποιητικό και λιτό, χωρίς ίχνος κομπασμού. Μετά το θάνατό του η οικογένειά του, η σύζυγός του Κυβέλη και η μοναχοκόρη του Θάλεια Μακρή-Σκοτινιώτη έκαναν πράξη την επιθυμία του, δωρίζοντας το σπίτι του, τη συλλογή και το αρχείο του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως ερευνητικό κέντρο. Στο σπίτι αυτό σήμερα στεγάζεται το «Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή».
«Η αιωνιότητα δεν χαρίζεται» έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μόραλης. Και ο Κίτσος την κέρδισε με το σπαθί του ήδη από τον πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του. Ανήκει στη χορεία των μορφών του πνεύματος που με ήρεμο πάθος άνοιξαν δρόμους στην πνευματική ζωή του τόπου, σε βαθμό που να αναγνωρίζονται από τους ερευνητές και να αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς, πηγές ιστορίας και τεκμηρίωσης. Και εδώ δοκιμάζεται η «αντοχή των υλικών» της τέχνης ενός δημιουργού στον χρόνο. Από αυτά που μένουν εσαεί ζωντανά και επίκαιρα και μεταλαμπαδεύονται επ’ άπειρον. Ο Κίτσος Μακρής ανήκει σε όλους εμάς που με το έργο του φλόγισε τις ψυχές μας, μας ενέπνευσε από τα ελπιδόμεστα, ακόμη, μαθητικά μας χρόνια και εξακολουθεί να μας εμπνέει να αγωνιζόμαστε και να προχωρούμε. Ανήκει σε όλους εμάς τους θεατές που αποκτήσαμε μια ανάμνηση που θα κερδίζει κάθε είδους λήθη.
Eνδεικτική Βιβλιογραφία:
Μακρής Κίτσος «ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΤΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΜΑ», στο: Η λαϊκή τέχνη και ο Κίτσος Μακρής, εκδ. Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα», Αθήνα 1972, Μακρής Κ., Υφαντά της Θεσσαλίας, EOEX, Αθήνα 1961, Μακρής Κ., Η λαϊκή τέχνη του Πηλίου, Μέλισσα, Αθήνα 1975, Μακρής Κ., ΒΗΜΑΤΑ, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979, Μακρής Κ., «Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία» στο συλλογικό τόμο, Μαγνησία. Το χρονικό ενός πολιτισμού, (επιμ. Ραχήλ και Μωϋσής Καπόν), Αθήνα 1982, Μακρής Κ., «Ομιλία του ιδίου στην τελετή ανακήρυξής του ως επιτίμου διδάκτορα στο Α.Π.Θ.», Θεσσαλονίκη, 7.5.1987, Μακρής Κ., Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, γ΄έκδοση (επανέκδοση της αρχικής 1939), ΔΗΚΙ, Βόλος 1998.
Μουρτζόπουλος Μένιος, «Κίτσος Μακρής, ένα αγνάντεμα» στο: Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, περιοδική έκδοση Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών, τομ. 14ος, Βόλος 2005, σ. 21-31 και στο ίδιο: Μουγογιάννης Γιάννης, «Η παρουσία του Κίτσου Μακρή στο βολιώτικο πολιτισμό», σ. 21-31, Καμηλάκη-Πολυμέρου Αικ.,«Κίτσος Μακρής, ο λαογράφος», σ. 33-46, Θωμάς Γιώργος «Τα στοιχεία του κοινωνικού και πνευματικού βίου στο συγγραφικό έργου του Κ. Μακρή», σ. 47-65, Χαρίτος Χαράλαμπος, «Σελίδες από το προσωπικό αρχείο του Κ. Μακρή, η αλληλογραφία με τον Αγήνορα Αστεριάδη», σ. 67-91, Λιάπης Κώστας, «Το συγγραφικό έργο του Κ. Μακρή», σ.93- 144, Παλιούρας Δημήτρης, «Το Λαογραφικό Κέντρο Κ. Μακρή», σ. 145-154, Νάνου Μαρία, «Η συμβολή του Κίτσου Μακρή στη μελέτη της χιοναδίτικης ζωγραφικής. Νέα δεδομένα και προοπτικές», σ. 155-178 και Καραθανάση Βάλια, «Χειρόγραφες αφιερώσεις στα βιβλία –προσφορές στον Κ. Μακρή», σ. 179-194.
Σιάτρας Δημήτρης, «επικήδειος λόγος» (13.12.1988), απόσπασμα του οποίου είναι δημοσιευμένο στο: Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, ΕΘΕ, ό.π., σ. 217-218 και επίσης Σιάτρας Δ., «Προλογικά» στο: Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης στη μνήμη του Κίτσου Μακρή (Βόλος 10-12.1.1998), Οι νεότερες εξελίξεις στην ελληνική λαογραφία, ΔΗΚΙ, Βόλος 1998, σ. 13-15 και στο ίδιο: Tσιοβαρίδη-Ακριτίδη Βασ., « Κίτσος Μακρής: ένας ποιητής της λαογραφίας», σ. 23-36, Σκουτέρη-Διδασκάλου Ελ., « Η λαογραφική έρευνα στην επαναστροφή του αιώνα: προβληματισμοί, κατευθύνσεις και προοπτικές», σ. 49-63, Νιτσιάκος Β., «Η Λαογραφία του 21ου αιώνα, σκέψεις με αφορμή ένα πνευματικό μνημόσυνο για τον Κ. Μακρή», σ. 64-68, Κίζης Γ., «Η προσφορά του Κ. Μακρή στην έρευνα της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής», σ. 173-196.
Χουρμουζιάδης Γιώργος, «Κίτσος Μακρής» συνέντευξη σε συνέχειες στην εφημερίδα Ριζοσπάστης (ένθετη έκδοση), Αθήνα, φύλλα 3.7 και 10.7.2005. Επίσης του ιδίου «Ο Κ. Μακρής και η λαογραφία» στα Πρακτικά της επιστημονικής συνάντησης στη μνήμη του Κίτσου Μακρή (Βόλος 10-12.1.1998), ό.π., σ. 19-22 και αλλού.