Η Ελλάδα είναι ίσως το μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο οποίο οι αιτιάσεις των δανειοληπτών έχουν πλήρως απορριφθεί
Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) της 15ης Ιουνίου 2023 (υπόθεση C-520/21), κατόπιν προδικαστικής παραπομπής πολωνικού δικαστηρίου, αναθέρμανε τις ελπίδες των Ελλήνων δανειοληπτών με ρήτρα ελβετικού φράγκου (CHF). Μάταια όμως. Η απόφαση αυτή, σημαντική και γενναιόδωρη, αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω ρήτρα κρίθηκε καταχρηστική. Απεναντίας, οι συναφθείσες στην Ελλάδα δανειακές συμβάσεις με τέτοια ρήτρα, όπως συνάγεται από την απόφαση 4/2019 του Αρείου Πάγου (Α.Π.) της 18ης Απριλίου 2019, δεν εμπίπτουν καν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.
Ας μου επιτρέψουν οι μη νομικοί αναγνώστες να παραθέσω το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η «ελληνική περίπτωση», ώστε να γίνει ευχερέστερα κατανοητή.
Το άρθρο 291 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) προβλέπει: «Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Σημειωτέον ότι όλες οι ελληνικές δανειακές συμβάσεις με ρήτρα CHF εμπεριέχουν τη διάταξη αυτή.
Το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας ορίζει: «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (…) δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας». Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι η διάταξη αυτή δεν συμπεριλήφθηκε στον νόμο 2251/1994 που μετέφερε την οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη.
Ο Α.Π. έκρινε, ωστόσο, με την απόφαση 4/2019 ότι, παρότι η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας δεν μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, η εξαίρεση αυτή ενυπάρχει εντούτοις σε άλλη διάταξη του ν. 2251/1994, βάσει ερμηνείας εναρμονισμένης με το δίκαιο της Ενωσης και τον σκοπό της οδηγίας.
Τέλος, κατά το άρθρο 8 της οδηγίας, «τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες με τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή».
Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η απόφαση του ΔΕΕ της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (υπόθ. C-243/20) επί προδικαστικής παραπομπής του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΠΠΑ). Κατ’ αρχάς, πρέπει να αποδοθούν εύσημα στο ΠΠΑ, το οποίο, πέρα από τις αποφάσεις της εθνικής δικαστικής ιεραρχίας, ενήργησε ως γνήσιος δικαστής της Ενωσης, παραπέμποντας τα ανακύπτοντα ερμηνευτικά ζητήματα διατάξεων του ενωσιακού δικαίου στο ΔΕΕ ως το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί αυθεντικά. Από την απόφαση αυτή συνάγονται τα ακόλουθα.
Πρώτον, κατά το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της μια ρήτρα περιλαμβανόμενη σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή που απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη «αναγκαστικού δικαίου». Η έννοια αυτή καλύπτει και τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου, ήτοι εκείνες που εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών (απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα). Επομένως, ρήτρα σε σύμβαση δανείου που απηχεί διάταξη ενδοτικού δικαίου, όπως το άρθρο 291 ΑΚ, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και οι δανειολήπτες δεν καλύπτονται από τις προστατευτικές διατάξεις της.
Δεύτερον, αν το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας δεν έχει μεταφερθεί στην έννομη τάξη κράτους-μέλους με ρητή και ειδική διάταξη, τα δικαστήρια του κράτους αυτού δεν μπορούν να θεωρήσουν ότι η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε σιωπηρά και έμμεσα στο εσωτερικό δίκαιο μέσω της μεταφοράς άλλων διατάξεων (απάντηση στο δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα). Επομένως, εσφαλμένα έκρινε ο Α.Π. ότι το άρθρο αυτό εμπεριέχεται έμμεσα στη μεταφορά άλλων διατάξεων της οδηγίας.
Τρίτον, οι ρήτρες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας δεν εμπίπτουν μεν στο πεδίο εφαρμογής της, αλλά το άρθρο 8 της οδηγίας, που προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών-μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία των καταναλωτών, δεν εμποδίζει τα κράτη-μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας σε καταστάσεις μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της, ήτοι με διατάξεις εσωτερικού δικαίου να επεκτείνουν το σύστημα προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία στις εν λόγω ρήτρες (απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα).
Από τα ανωτέρω προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, το άρθρο 1, παρ. 2 της οδηγίας δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τον νόμο 2251/1994. Είναι εύλογο να θεωρηθεί σχετικά ότι, εφόσον πρόκειται για διάταξη θεμελιώδους σημασίας, η παράλειψή της δεν έγινε απλώς εκ παραδρομής ή εξ αβλεψίας. Δεύτερον, το άρθρο 8 της οδηγίας δεν εμποδίζει τα κράτη-μέλη, ως μέτρο εσωτερικού δικαίου, να επεκτείνουν την προστασία της οδηγίας στις ρήτρες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παρ. 2.
Ανακύπτει επομένως το ερώτημα της ερμηνείας της βούλησης του νομοθέτη. Με την παράλειψη μεταφοράς του άρθρου 1, παρ. 2, πρόθεσή του ήταν η επέκταση του προστατευτικού συστήματος της οδηγίας στις καταστάσεις τις οποίες αφορά αυτή η διάταξη. Επ’ αυτού, σημαντικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τις κοινοβουλευτικές εργασίες για τη θέσπιση του νόμου 2251/1994. Περαιτέρω, αρκεί αυτή η παράλειψη ως «μέτρο εσωτερικού δικαίου» ή απαιτούνται συγκεκριμένα και ρητά νομοθετικά μέτρα;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά διά της δικαστικής οδού θα κατέληγε πιθανώς, μετά τις συνήθεις ατελεύτητες διαδικασίες, σε αλληλοαντικρουόμενες αποφάσεις, είναι δε γνωστή η δυσανεξία του Α.Π. να απευθύνεται στο ΔΕΕ.
Εφόσον, λοιπόν, το ζήτημα των δανείων με ρήτρα CHF είναι εκκρεμές επί σειρά ετών και ταλαιπωρεί σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, η δε Ελλάδα είναι ίσως το μόνο κράτος-μέλος της Ενωσης στο οποίο οι αιτιάσεις των δανειοληπτών έχουν πλήρως απορριφθεί, σκόπιμη θα ήταν πλέον η επέμβαση του νομοθέτη. Το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί οριστικά με μία μόνη διάταξη, που θα είχε ενδεικτικά το ακόλουθο περιεχόμενο: «Οι δανειακές συμβάσεις με ρήτρα CHF που εμπεριέχουν τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 93/13 περί προστασίας των καταναλωτών». Στη συνέχεια, οι ατομικές περιπτώσεις θα κρίνονταν από τα αρμόδια δικαστήρια της ουσίας βάσει των κριτηρίων που έθεσε το ΔΕΕ με τις αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2021 (υποθέσεις C-776/19 έως C-782/19 και C-609/19, βλ. «Καθημερινή» της 29ης Αυγούστου 2021).
Η επέμβαση του νομοθέτη θα ήταν δίκαιη, καθόσον ο «συρμός» των δανείων σε CHF δεν είναι τυχαίος, αποτελεί ευρωπαϊκό φαινόμενο και έχει συγκεκριμένη αφετηρία και αιτία. Μετά την έκρηξη της τραπεζικής κρίσης subprime στις Ηνωμένες Πολιτείες περί το 2008-2009 και υπό τον φόβο της επέκτασής της διεθνώς στον τραπεζικό τομέα, η ανατίμηση του CHF ως του πλέον «σκληρού» και ασφαλούς νομίσματος διεθνώς ήταν αναμενόμενη. Ετσι, πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, με σχεδόν εναρμονισμένη πρακτική, πρότειναν στους μεν επενδυτές την αγορά CHF, στους δε δανειολήπτες δάνεια σε CHF. Η συνέχεια επιβεβαίωσε τις προσδοκίες.
Ο κ. Αθανάσιος Σταθόπουλος διετέλεσε εισηγητής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Λουξεμβούργο.