Το νέο βιβλίο του Γιώργου Γκέκου «Η επιστροφή, αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα, 1822/1823»
Για τον φιλελληνισμό των Ελβετών και την αρωγή τους στην Επανάσταση του 1821, στους κοινούς ιστορικούς δεσμούς με την Ελλάδα, τη φοίτηση των Ελλήνων σπουδαστών στο ΕΤΗ της Ζυρίχης και άλλα συναφή, έχει αναφερθεί ο φίλος Βολιώτης, ομότιμος καθηγητής του ιδίου Πολυτεχνείου και ιστορικός ερευνητής Γιώργος Γκέκος, σε προηγούμενα βιβλία του.
Τώρα μας παρουσιάζει το νέο του βιβλίο «Η επιστροφή, αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα, 1822/1823», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν, μια ακόμη εξαιρετική έκδοση του γνωστού οίκου.
Το βιβλίο παρουσιάστηκε προχθές (6.11.2019) σε μια ωραία εκδήλωση στην Αθήνα, στο ομώνυμο βιβλιοπωλείο του εκδοτικού οίκου με ομιλητές τον βολιώτη ιστορικό, Κώστα Μ. Σταματόπουλο, τον ιστορικό ερευνητή Φλορίν Μαρινέσκου και το συγγραφέα.
Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορική μονογραφία, που συμπληρώνει ένα κενό στην βιβλιογραφία σχετικά με την ιστορία των αγωνιστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που επιβίωσαν μετά την ολέθρια ήττα της επανάστασης του 1821 στην Μολδοβλαχία.
Παρά την αποτυχία της, οι συνέπειές της αξιολογούνται θετικά, καθώς χάρις σε αυτή κινητοποιήθηκε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπήρξε διεθνής συγκίνηση για τη θυσία των ανδρών του Ιερού Λόχου και ευνοήθηκε σε έναν βαθμό η εξέγερση στην υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι δε γνωστό, ότι όταν ο Υψηλάντης εγκατέλειψε τον αγώνα, ο στρατός σκόρπισε.
Από τη στιγμή που κλείνει το κεφάλαιο της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, δεν γνωρίζαμε έως τώρα, ποια ήταν η μοίρα των ανώνυμων στρατιωτών του Υψηλάντη. Πώς βρήκαν τρόπο να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να συνεχίσουν τον Αγώνα; Εκεί ακριβώς εστιάζεται το ερευνητικό ενδιαφέρον του Γ. Γκέκου, οποίος μετά από ενδελεχή έρευνα σε πολυάριθμες ελβετικές και γερμανικές πηγές, μουσεία, πρωτόλεια ντοκουμέντα και δημοσιεύματα της εποχής καταφέρνει να συγκροτήσει έναν ικανό πυρήνα για να φωτίσει στη συνέχεια τη σκοτεινή αυτή ιστορική πτυχή, εντελώς άγνωστη, η οποία εν τάχει έχει ως εξής:
Oι διασωθέντες από τις φονικές μάχες αγωνιστές, μόνοι ή κατά ομάδες, φοβούμενοι τα τουρκικά αντίποινα αποφάσισαν το ταξίδι της επιστροφής. Οι επιλογές της διαδρομής τους, μακριά από περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -και αφότου η Αυστρία είχε κλείσει τα σύνορα στους Έλληνες- ήταν ελάχιστες. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στην Οδησσό, δυναμική τότε ρωσική πόλη με ακμαία ελληνική κοινότητα. Μετά από ένα περίπου χρόνο διαμονής τους εκεί, οι περισσότεροι, γύρω στους 1.000 με 1.500, αποφασίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, αφού οι ρωσικές αρχές τους εφοδίασαν με ρωσικά διαβατήρια. Έτσι, το φθινόπωρο του 1822, ξεκινούν τη δραματική τους πορεία προς την Μασσαλία, για να επιβιβαστούν σε πλοία και να περάσουν στην Ελλάδα.
Ο Γ. Γκέκος αναπαριστά την εποχή και εισάγει τον αναγνώστη με πλήθος στοιχείων στο κλίμα της, περιγράφοντας πώς οι φυγάδες, εκτεθειμένοι στο άγνωστο και στον βαρύ χειμώνα, διασχίζουν ρωσικές περιοχές και φθάνουν στην Πολωνία αποδεκατισμένοι από λιμούς και κακουχίες.
Όσοι επέζησαν, πέρασαν στην Γερμανία και από εκεί στη μικρή και φτωχή τότε Ελβετία. Ρακένδυτοι, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι, είχαν απομείνει μόνον 160 άτομα, βρήκαν συγκινητική υποδοχή από τους Ελβετούς, οι οποίοι τρέφουν απεριόριστο σεβασμό στην Ελλάδα και το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Οι φυγάδες φιλοξενήθηκαν σε πανδοχεία, στρατώνες, κοινοτικούς χώρους και σπίτια 29 πόλεων και χωριών, με πλήρη σίτιση, ρουχισμό, ιατρική περίθαλψη, ακόμη και χρήματα.
Εκεί, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων τους καθηλώνει για μήνες, ενώ η Γαλλία τους κλείνει το δρόμο. Οι Ελβετοί, μετρώντας πάνω από 100 φιλελληνικούς συλλόγους τους συμπαρίστανται καθολικά. Το ίδιο η Εκκλησία, ο Τύπος και η διανόηση της εποχής. Για όλα αυτά αναφέρεται λεπτομερώς, σε σπάνια χειρόγραφη μαρτυρία του, ο πρύτανης, Johann Conrad Troll, με τίτλο «Οι Έλληνες πρόσφυγες του 1822», περιγράφοντας την παραμονή των Ελλήνων στο καντόνι Βίντερτουρ: «Γενικά, υπήρξε στην αρχή η αίσθηση ότι το καραβάνι των Ελλήνων φυγάδων δεν ήταν παρά ένα πέρασμα σπάνιων αποδηματικών πτηνών, που θα έφευγαν γρήγορα στον ορίζοντα και δεν θα επέστρεφαν. Κανείς δεν περίμενε ότι οι πρόσφυγες θα γίνονταν τα θετά μας παιδιά για μισό χρόνο». Ενώ για την αίσθηση του καθήκοντος προς τον άνθρωπο σημειώνει: «Ήταν μια δυνατή φωνή που ξεπήδησε για βοήθεια από τους φιλελληνικούς συλλόγους, που αντήχησε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν σάλπιγγες που καλούσαν, απόδειξη ότι το αίσθημα της βοήθειας προς τον πλησίον είναι βαθιά ριζωμένο σε κάθε ανθρώπινη ψυχή και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η απαιτούμενη ώθηση για να έρθει και πάλι με νέα δύναμη στην επιφάνεια…».
Kαι ο ίδιος, αλλού: «Ο φιλελληνικός μας σύλλογος έβαλε σε εφαρμογή το σύστημα «ελληνικό σελίνι», που υποστηρίχθηκε από εβδομαδιαίες συνεισφορές κυρίως από την τάξη των εργατών και των υπαλλήλων. Οργανώθηκαν ελληνικά γραφεία, ελληνικοί κουμπαράδες, ελληνικοί κατάλογοι δωρητών για τα οποία υπεύθυνοι ήταν επώνυμοι Ελβετοί, (ακολουθούν ονόματα).
Φιλέλληνες Ελβετοί, εκδότες και ακαδημαϊκοί περιγράφουν την καθημερινότητα των Ελλήνων φυγάδων σε συγγράμματα και εκδόσεις, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες φιλοτεχνούν τα πορτρέτα τους. (Εθνικό Ελβετικό Μουσείο, Ζυρίχη).
Ο συγγραφέας προσεγγίζει σπάνια αρχεία, όπου διασώζονται ονόματα φυγάδων. Μεταξύ άλλων, και αρκετοί Θεσσαλοί, δυο από την Σκόπελο (Βαγγέλης (Βασίλη;) και Δημήτρης Διαμαντής) και ένας από την Σκιάθο (Γιάννης Σταμάτης). Από τα χωριά του Πηλίου, μόνον από τη Ζαγορά καταγράφονται οι Δημήτρης Αθανασίου και Αλέξανδρος Κυρίλλου, έμπορος στο Βουκουρέστι, που είχε υπηρετήσει με τον Γιωργάκη Ολύμπιο και είχε πολεμήσει στην Μονή Σέκου. Κατά την παραμονή τους στην Ελβετία, οι Έλληνες δένονται με αδελφικούς δεσμούς με τους σωτήρες τους Ελβετούς και στους οποίους πρόθυμα καταθέτουν τις προσωπικές τους περιπέτειες.
Ως ευγνωμοσύνη ζωγραφίζουν γι’ αυτούς καράβια, φτιάχνουν κορδόνια, δαχτυλίδια από αλογότριχες και τους προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες. Μοναδικά τεκμήρια της παραμονής τους εκεί, αποτελούν επίσης τα λαξευμένα με τα χέρια τους ξύλινα ομοιώματα από ελληνικά πολεμικά ιστιοφόρα σε διάφορους τύπους, που σήμερα κοσμούν ελβετικό μουσείο.
Επαγωγικά, η ιστορία που ανασύρεται χάρη στην ακούραστη ερευνητική προσπάθεια του Γ. Γκέκου και μας προσφέρει ένα πολύτιμο ιστορικό κεφάλαιο της Επανάστασης του 1821, ολοκληρώνεται.
Τελικά, η Γαλλία υποχωρεί, και έπειτα από 3.000 χιλιόμετρα που διένυσαν πεζή οι Έλληνες έφθασαν το 1823 στο πολυπόθητο λιμάνι της Μασσαλίας. Επιβιβάζονται σε τρία καράβια και εν τέλει 158 άτομα επιστρέφουν στην πατρίδα. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα για να συνεχίσουν και πάλι τον Αγώνα.