Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας

"Τὶ εἶναι ἡ γλώσσα;"

᾽Αστέριος Αργυρίου, ῾Ομ. Καθ. Παν/μίου τοῦ Στρασβούργου

Φίλοι Σύνεδροι,

Εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴν εὐγενικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχω στὶς ἐκδηλώσεις σας μὲ τὴν εὐκαιρία  τῆς «Παγκόσμιας ῾Ημέρας γιὰ τὴ Μητρική Γλώσσα». Ζητῶ ὅμως νὰ μὲ συγχωρήσετε  ποὺ δίστασα  νὰ ἐπιχειρήσω μέσα στὸν χειμώνα ἕνα μακρυνὸ γιὰ τὴν ἡλικία μου ταξίδι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, συμμορφούμενος πρὸς τὶς ὑποδείξεις τῆς ᾽Οργανωτικῆς ᾽Επιτροπῆς, ἔρχομαι νὰ συμβάλω κι ἐγὼ στὴ συνάντηση μὲ μερικὲς πρόχειρες σκέψεις γύρω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς γλώσσας.

Βέβαια δὲν εἶμαι γλωσσολόγος. ῾Ωστόσο ἡ μακροχρόνια θητεία μου στὴ διδασκαλία τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας σὲ ξένα Πανεπιστήμια ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, τὰ ποικίλα ἀναγνώσματα καὶ τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὰ διάφορα πνευματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ κινήματα τῆς ἐποχῆς μας ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μοῦ ἐπιτρέπουν, φαντάζομαι, νὰ ὑποβάλω στὴν ἀγάπη σας τοὺς προβληματισμούς μου. Συγκεκριμένα, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω κάποιες κατευθυντήριες γραμμὲς σκέψης, νὰ διατυπώσω κάποια ἐρωτήματα, τῶν ὁποίων τὶς ἀπαντήσεις ἐμπιστεύομαι στὴν ἀγχίνοια καὶ τὴν ἑτοιμότητά σας.

Τὸ πρῶτο μου  ἐρώτημα εἶναι : Ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ γλώσσα καὶ τὴν ἐλευθερία ; Τὸ ἔναυσμα γιὰ θέσω στὸν ἑαυτό μου ἕνα τέτοιο ἐρώτημα  μοῦ τὸ ἔδωσε ἡ ἀνάγνωση τοῦ Διαλόγου τοῦ Δ. Σολωμοῦ. ῾Ο ἐθνικός μας ποιητὴς καὶ συνθέτης τοῦ῞Υμνου εἰς τὴν ᾽Ελευθερίαν  (1823) (τοῦ ὁποίου ῞Υμνου οἱ δυὸ πρῶτες στροφές, ὅπως γνωρίζετε, καθιερώθηκαν ὡς ὁ ᾽Εθνικός ῞Υμνος τῆς ῾Ελλάδος ἤδη ἀπὸ τὸ 1865), ζοῦσε στὴ Ζάκυνθο κατὰ τὴν περίοδο τῆς ῾Ελληνικῆς ᾽Επανάστασης. ᾽Απὸ κεῖ παρακολουθοῦσε μὲ ἀγωνία τὸν ὑπεράνθρωπο ἀγώνα τῶν συμπατριωτῶν του γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς άνεξαρτησίας τους. ῎Αλλωστε αὐτὸς ὁ ἀγώνας τοῦ ἐνέπνευσε τὰ σημανατικότερα ἀπὸ τὰ ποιήματά του. Μιὰ μέρα τοῦ 1823, τὸ ἔτος ποὺ συνέθεσε τὸν῞Υμνον εἰς τὴν ᾽Ελευθερίαν, καθόταν μ᾽ ἕνα φίλο του σὲ κάποια ἀκροθαλασσιὰ τοῦ νησιοῦ, ὅπου ἀπὸ μακριὰ ἔφτανε στὰ αὐτιά τους ὁ ἀπόηχος τῶν ὅπλων. Οἱ δυὸ φίλοι ἄρχισαν τότε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στὴ γλώσσα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ Δ. Σολωμὸς διατύπωσε τούτη τὴ βαρυσήμαντη σκέψη : «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα ; ᾽Εκείνη ἄρχισε νὰ πατῇ τὰ κεφάλια τὰ τούρκικα, τούτη θέλει πατήσῃ ὀγλήγορα τὰ σοφολογιωτίστικα, καὶ ἔπειτα, ἀγκαλιασμέναις καὶ ᾑ δυό, θέλει προχωρήσουν εἰς τὸ δρόμο τῆς δόξας, χωρὶς ποτὲ νὰ γυρίσουν ὀπίσω…». Καὶ συμμπλήρωσε λίγο πιὸ κάτω τὴ σκέψη του παραθέτοντας μιὰ φράση τοῦ Τζόν Λόκ : «῾Η γλώσσα εἶναι ἕνα μεγάλο ποτάμι, εἰς τὸ ὁποῖο ἔχουν ἀνταπόκριση (δηλαδὴ ἀντικαθρεπτίζονται) ὅσα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος».

Ὁ Διάλογος ἀφορᾶ βέβαια στὴ διαμάχη ἀνάμεσα στὴ δημοτικὴ καὶ τὴν καθαρεύουσα. ῾Ωστόσο, στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς πατρίδας του, ὁ μεγάλος ἐθνικός μας ποιητής ἐκτιμᾶ ὅτι ἡ γλώσσα καὶ ἡ ἐλευθερία ἀποτελοῦν τὶς δυὸ θεμελιώδεις ἀξίες πάνω στὶς ὁποῖες ὀφείλει νὰ οἰκοδομηθεῖ τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι τῆς πατρίδας του, οἱ δυὸ κεντρικοὶ πυλῶνες πάνω στοὺς ὁποίους ὄφειλε νὰ στηριχτεῖ τὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ οἰκοδόμημα. ῾Η γλώσσα προβάλλεται σὰν ἕνα μεγάλο ποτάμι· δηλαδὴ σὰν ἕνα τεράστιο δοχεῖο τὸ ἱκανὸ νὰ δεχτεῖ, νὰ καταγράψει καὶ νὰ ἀπομνημονεύσει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὸ ἔθνος καλεῖται νὰ δημιουργήσει ἢ νὰ ζήσει. Καὶ στὴ συνέχεια νὰ μετατρέψει τὰ πεπραγμένα σὲ μνήμη καὶ συνείδηση ἐθνική, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὰ μεταλαμπαδεύει καὶ νὰ τὰ προσφέρει ὡς τροφὴ πνευματική· κατὰ πρῶτο λόγο στὰ  μέλη τῆς δικῆς του γλωσσικῆς ὁμάδας καὶ κατὰ δεύτερο λόγο  στοὺς ἄλλους, στὰ μέλη ἄλλων γλωσσικῶν ὁμάδων.

῾Ο Διονύσιος Σολωμὸς κάνει τὴ σκέψη αὐτὴ τὴ σιγμὴ ποὺ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν ἀνεξαρτησία του. Γιὰ τὸ λόγο ἀκριβῶς αὐτό, ὁ δεσμὸς ποὺ ὁ ποιητὴς δημιουργεῖ ἀνάμεσα στὴ γλώσσα καὶ στὴν ἐλευθερία εἶναι ἕνας δεσμὸς ἀδιάλυτος· σὰν νὰ ἤθελε νὰ μᾶς πεῖ πὼς οἱ δυὸ αὐτὲς ἀξίες, τὰ δυὸ ἀνώτατα αὐτὰ ἀγαθὰ, εἶναι προωρισμένα ἀπὸ τὴ φύση τους νὰ συνυπάρχουν ἀχώριστα καὶ ἀδιαίρετα.

῾Ωστόσο ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει πὼς μόνο ἡ γλώσσα ἀποτελεῖ τὸ πολυτιμότερο, τὸ πιὸ ἀναπαλλωτρίωτο ἀγαθὸ τοῦ κάθε ἀτόμου, τῆς κάθε ἀνθρώπινης κοινότητας, τοῦ κάθε λαοῦ· ἑνὸς ἀγαθοῦ ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀξίες· ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἱστορικὰ πλαίσια, τὶς κοινωνικὲς συνιστῶσες, τὶς διάφορες μορφὲς διαβίωσης τοῦ ἀνθρώπου ἢ μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων. ᾽Αγνοοῦσε τάχα ὁ Σολωμὸς ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε κατορθώσει, χάρη στὴ γλώσσα του, νὰ ἐπιζήσει, νὰ δημιουργήσει, νὰ μεταλαμπαδέψει τὴ μνήμη του, ἀκόμα καὶ ὅταν βρισκόταν, ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες,  στερημένος καὶ ἀπὸ τὴν πιὸ στοιχειώδη ἐλευθερία του ;

Δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ ἕνα φαινόμενο ποὺ χαρακτηρίζει μόνο τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἀλλὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες  κοινότητες· ὅσες, τουλάχιστον, κατέχουν μιὰ γλώσσα ζωντανή, καὶ ποὺ στάθηκαν ἱκανὲς νὰ χαλκέψουν μιὰ μνήμη καὶ μιὰ συνείδηση πολιτισμικῆς ταυτότητας. ῞Ενας λαὸς παύει νὰ ὑπάρχει, ὄχι ἐπειδὴ τοῦ στέρησαν τὴν ἐλευθερία του, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχασε τὴ γλώσσα του, τὸ θεῖο αὐτὸ ὄργανο ποὺ τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ δημιουργεῖ τὰ δικά του πολιτισμικά άγαθά, ποὺ τὸν βοηθεῖ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἐκφράζει τὴ συνείδησή του καὶ τὴν ταυτότητά του, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ διατηρεῖ καὶ νὰ μεταλαμπαδεύει τὴ μνήμη του.

᾽Αφορμὴ γιὰ τὴ δεύτερη σειρὰ σκέψεων μοῦ ἔδωσε ἡ ἀνάγνωση μιᾶς σελίδας ἀπὸ τὰ γραπτά τοῦ ᾽Οδ. ᾽Ελύτη. ᾽Επικεντρώνονται γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς δημιουργικῆς δύναμης τῆς γλώσσας. ῾Ο ᾽Οδυσσέας ᾽Ελύτης, βραβεῖο Νόμπελ λογοτεχνίας (1979), ἔγραψε, στὰ 1960, τὸ ῎Αξιον ἐστί,  μιὰ ποιητικὴ σύνθεση ποὺ παραμένει ἀξεπέραστη στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία. Στὸ δεύτερο μέρος τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς ποιητικῆς δημιουργίας, ΤΑ ΠΑΘΗ, ὁ Λόγος Β´  ἀναφέρεται κι αὐτὸς στὴ γλώσσα, τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνική : «Τὴ γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική», γράφει ὁ ποιητής· καὶ παραλλαγή, σὲ τόνο ἐντονότερο,  τοῦ στίχου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται τέσσερες φορές, σὲ μιὰ μόνη σελίδα – ὕμνο ἀληθινὸ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. ᾽Αντιγράφω μερικοὺς ἀπὸ τους 29 ἐλεύθερους αὐτοὺς στίχους :

«Τὴ γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική·

Τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ ῾Ομήρου.

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στὶς ἀμμουδιές τοῦ ῾Ομήρου.

᾽Εκεῖ… ἀνεμόδαρτα ρήματα,

ρεύματα πράσινα μὲς τὰ γαλάζια,

ὅσα εἶδα στὰ σπλάχνα μου ν᾽ ἀνάβουνε…

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη…

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου,

μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα σοι…,

θυμιατὸ καὶ λιβάνια

τὶς πάλες εὐλογώντας καὶ τὰ καριοφίλια…

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου…, μὲ τὰ πρῶτα σμπάρα των ῾Ελλήνων,

Μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ ῞Υμνου».

Μέσα στοὺς 29 στίχους τοῦ ἀπαράμιλλου αὐτοῦ ὕμνου στὴ μητρικὴ γλώσσα τοῦ ποιητῆ, ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ δένεται ἀναπόσπαστα μὲ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, μὲ τὴ μακραίωνη πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ῾Ελλάδας, μὲ τὴν πολυτάραχη κι ἔνδοξη ἱστορία της, μὲ τὸν πλοῦτο τῶν βιωμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Χρησιμοποιώντας ἕνα πλῆθος συμβόλων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ζωὴ τῶν ῾Ελλήνων, ὁ ᾽Ελύτης θέλησε νὰ δείξει ὅτι ἡ γλώσσα, ἡ μονάχη του ἔγνοια, εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἑλληνικὸς λόγος ποὺ δημιουργεῖ, τὸ δοχεῖο ποὺ προσλαμβάνει καὶ συντηρεῖ τὰ δημιουργήματα τοῦ λόγου, τὸ ὄργανο ποὺ ἐκφράζει καὶ μεταλαμπαδεύει τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ. Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε πρώτιστα ὅτι τὸ ῎Αξιον ἐστὶ εἶναι ἡ ποιητικὴ σύνθεση διὰ τῆς ὁποίας ὁ ᾽Ελύτης ἐπιχειρεῖ τὴν ἀνα-δημιουργία τοῦ κόσμου χρησιμοποιώντας τὸν δικό του, τὸν ἑλληνικὸ δημιουργικὸ λόγο· ἀνα-δημιουργεῖ τὸν κόσμο « κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν » τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου καὶ μᾶς προτείνει μιὰ νέα δημιουργία ὅπου τὰ πάντα κολυμβοῦν μέσα στὸ ἀπαστράπτον φῶς καὶ τὸ κυανόλευκο χρῶμα τῶν  νησιῶν τοῦ Αἰγαίου πελάγους· μιὰ δημιουργία ὅπου τὰ πάντα πλάθονται στὰ μέτρα τοῦ ῞Ελληνα, σύμφωνα μὲ τὶς συλλογιστικὲς ἱκανότητες τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ τὴ δημιουργικὴ δύναμη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Θὰ ἦταν ὄντως δύσκολο νὰ συναντήσουμε ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο ποὺ νὰ ἐκφράζει μὲ τόση δύναμη τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ ἑνὸς λαοῦ, μιὰ κληρονομιὰ ποὺ χαλκεύτηκε, ἐκφράστηκε καὶ μεταδόθηκε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Λόγου τῆς δικῆς του γλώσσας. ῾Ωστόσο, μποροῦμε ἄραγε νὰ ἰσχυριστοῦμε, νὰ σκεφτοῦμε ἔστω, ὅτι ὅλοι οἱ λαοὶ ὀφείλουν νὰ κατέχουν μιὰ γλώσσα ἐξίσου πλούσια καὶ μακραίωνη ὅσο ἡ ἑλληνικὴ, γιὰ νὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ δημιουργοῦν μιὰ ἱστορικὴ μνήμη καὶ μιὰ συνείδηση ταυτότητας, ποὺ νὰ μποροῦν στὴ συνέχεια να τὶς μεταβιβάζουν στὶς γενιὲς ποὺ ἀκολουθοῦν ; Δὲν ἀληθεύει τάχα τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν στὸν κόσμο γλῶσσες, διάλεκτοι, γλωσσικὰ ἰδιώματα, ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ Κοινότητες μὲ μικρὸ ἀριθμὸ ἀνθρώπων ; ῾Ομάδες μάλιστα ποὺ  ἀγνοοῦν τὴ γραφὴ καὶ δὲν ἔχουν καταγραμμένη σὲ βιβλία τὴ μνήμη τους ; Κι ὅμως, οἱ γλῶσσες αὐτὲς εἶναι πάντα παροῦσες καὶ ζωντανές, παρὰ τὶς πολλαπλὲς ἀντιξοότητες τῆς ἱστορίας τῶν λαῶν ποὺ τὶς μιλοῦν. ᾽Εκφράζουν πάντα καὶ κατὰ τρόπο πολὺ καταληπτὸ τὴ συνείδηση ταυτότητας τῶν συγκεκριμένων αὐτῶν μειονοτήτων, τὴν ὁποία συνείδηση διαιωνίζουν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά ;

Γεννᾶται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα. Σύμφωνα μὲ ποιὰ κριτήρια μποροῦμε νὰ ἐπιχειρήσουμε μιὰ ταξινόμηση τῶν γλωσσῶν ; Γιατί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ὅλες οἱ γλῶσσες ἀποτελοῦν τρόπο ἔκφρασης τῆς ζωῆς καὶ τῶν δραστηριοτήτων τοῦ ἀνθρώπου· ὑπὸ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ ἡ κάθε γλώσσα ἔχει δικαίωμα ζωῆς. ῾Η γλώσσα ἀποτελεῖ κατὰ κάποιο τρόπο μέρος ἀνεφαίρετο τῆς προσωπικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τὴν ἰδιοφυΐα του, τὸ δημιουργικό του πνεῦμα, τὸν πλοῦτο τοῦ προσωπικοῦ του εἶναι. Μιὰ γλώσσα δὲν παύει ποτὲ νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ἀνα-δημιουργεῖται. Κι ὅταν ἀκόμα ἡ δημιουργικότητά της ἐκφράζεται μόνο ὡς λόγος προφορικὸς καὶ μέσα στὰ στενὰ πλαίσια μιᾶς κοινοτικῆς μειονότητας, μιὰ γλώσσα δὲν παύει νὰ εἶναι λιγότερο παγκόσμια ἀπὸ μιὰ ἄλλη γλώσσα. Πράγματι ἡ κάθε γλώσσα κατέχει μιὰ ὁρισμένη παγκοσμιότητα, τὴν παγκοσμιότητα τοῦ προσώπου ἢ μιᾶς συγκεκριμένης μειοψηφίας προσώπων ποὺ τὴν ὁμιλοῦν γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴ δημιουργικότητά τους, τὸ εἶναι τους τὸ πιὸ βαθὺ, τὸ πιὸ ἐνδόμυχο. Ἡ γλώσσα εἶναι ἐκείνη ποὺ συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο στὶς στιγμὲς τὶς πιὸ ἀποφασιστικὲς τῆς ὕπαρξής του ἢ τοῦ ἱστορικοῦ, πολιτισμικοῦ καὶ κοινωνικοῦ του γίγνεσθαι. ῾Η ὅποια λοιπὸν μητρικὴ γλώσσα ἔχει δικαίωμα νὰ διεκδικεῖ τὴν παγκοσμιότητα, ἐφόσον ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα  ὂν ποὺ φέρει ἐπάνω του τὴ σφραγίδα τῆς παγκοσμιότητας.

Μιὰ τρίτη σειρὰ σκέψεων θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀκριβῶς στὸ πρόβλημα τῆς ἱστορικῆς καὶ πολιτισμικῆς μνήμης τῶν λαῶν, στὴ δυνατότητα ποὺ τοὺς δίνεται νὰ τὴν ἐκφράσουν καὶ νὰ τὴν μεταλαμπαδέψουν. Παίρνω ἀφορμὴ ἀπὸ ἕνα πολὺ λιτὸ πεντάστιχο ποίημα τοῦ Μόντη. ῾Ο Κώστας Μόντης (1914-2004) θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους σύγχρονους ῾Ελληνοκύπριους ποιητὲς καὶ συγγραφεῖς. Τὰ ποιήματά του ἐκφράζουν πολὺ συχνὰ τὸν πόνο ποὺ προκαλοῦσε μέσα του ὁ ἀλληλοσπραγμὸς τῶν δυὸ Κοινοτήτων, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ ζοῦν ἁρμονικὰ καὶ ἀδελφικὰ πάνω στὸ πανέμορφο αὐτὸ νησί. ῞Ενας πόνος ποὺ ἐξωτερικεύεται πάντα συνοδευόμενος ἀπὸ μιὰ ἐξαίρετη ἀνθρωπιά. Καὶ θὰ ἐπιθυμοῦσε τὰ αἰσθήματά ἀνθρωπιᾶς καὶ συναδελφωσύνης  ποὺ τὸν πλημμύριζαν νὰ κάνει νὰ τὰ γνωρίσει καὶ νὰ τὰ συμμεριστεῖ ἕνα ὅσο τὸ δυναὸ  εὐρύτερο κοινὸ. ῾Ωστόσο διαπιστώνει  μὲ θλίψη :

«᾽Ελάχιστοι μᾶς διαβάζουν,

          ἐλάχιστοι ξέρουν τὴ γλώσσα μας,

          μένουμε ἀδικαίωτοι καὶ ἀχειροκρότητοι

          σ᾽αὐτὴ τὴ μακρυνὴ γωνιά·

          ὅμως ἀντισταθμίζει ποὺ γράφουμε ῾Ελληνικά».

Μὲ τοὺς ἀπέριττους αὐτοὺς στίχους ὁ Κώστας Μόντης ἀναζητᾶ καὶ βρίσκει παρηγοριὰ καὶ καταφύγιο στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἢ μᾶλλον στὴ συνείδηση ὅτι ἀνήκει σὲ μιὰ γλώσσα, σ᾽ ἕνα πολιτισμὸ καὶ σὲ μιὰ ἱστορία ποὺ ἀναδείχτηκαν πολὺ πιὸ πλούσιοι, πολὺ πιὸ παγκόσμιοι, πολὺ πιὸ ἔνδοξοι ἀπ τὸ ὅ,τι φαίνονται στὴν παρούσα περίσταση, ὅπου «ὁ ὁρίζοντας τοῦ τόπου μας ἔχει στενέψει πολύ», γιὰ χρησιμοποιήσω ἕνα γνωστὸ στίχο τοῦ Γ. Σεφέρη.

Μὰ ἕνα τέτοιο αἴσθημα, πικρίας μαζὶ καὶ παρηγοριᾶς, ἀνήκει τάχα μόνο στοὺς ῞Ελληνες ποιητές ; Στὴν ἐξαίσια ποιητική του σύνθεση ῾Ημερολόγιο ἐπιστροφῆς στὴ γενέτειρα πατρίδα (Παρίσι 1939), ὁ Αἰμὲ Σεζαίρ (1913-2008), ὁ κορυφαῖος νέγρος ποιητής, γεννημένος στὶς ᾽Αντίλλες, ὁ βάρδος τοῦ κινήματος τῆς  νεγροσύνης, ἐκφράζεται μὲ σπαραγμό, βγάζει φωνὴ κραυγαλέα, τὴν κραυγὴ καὶ τὸ συναίσθημα ὅλων τῶν λαῶν τῆς νεγροσύνης, τῶν ὁποίων ἀποφασίζει νὰ γίνει τὸ φερέφωνο καὶ ὁ προφήτης. ῾Ωστόσο ὁ Αἰμὲ Σεζαὶρ γράφει  στὴ γαλλικὴ γλώσσα, χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ τὸ ἐργαλεῖο τῆς πολιτισμικῆς του ἀλλοτρίωσης γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν πόνο του καὶ τὴν παρηγοριά του  : «Θὰ ἐπιστρέψω στὴν πατρίδα μου, γράφει, καὶ θὰ τῆς πῶ : “ ᾽Αγγάλιασέ με χωρὶς φόβο… Κι ἂν δὲν ξέρω νὰ μιλάω παρὰ σὲ ξένη γώσσα, γιὰ σένα θὰ μιλήσω. Καὶ θὰ τῆς πῶ ἀκόμα : Τὸ στόμα μου θά ᾽ναι τὸ στόμα τῶν δυστυχιῶν ποὺ δὲν ἔχουν στόμα, ἡ φωνή μου θά ᾽ναι ἡ λευτεριὰ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἡ φυλακὴ τῆς ἀπελπισιᾶς τους τοὺς ἔχει γονατίσει… Καὶ ὅποιος δὲ θὰ μὲ καταλάβει, εἶναι γιατὶ δὲν καταλαβαίνει τὸν κατατρεγμὸ τοῦ τίγρη». ᾽Αλήθεια, ποιὰ σημασία ἔχει, γιὰ τοὺς λαοὺς τῶν ὁποίων ἐκφράζει τὰ δεινοπαθήματα, ἡ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ποιητής ; ῞Ομως ὁ ποιητικός του λόγος ἀναδεικνύεται άδιαφιλονίκητα πιὸ δραστικός, πιὸ ἀποτελεσματικὸς, ὅταν, θέλοντας νὰ ἐκφράσει τὰ βάσανα τοῦ λαοῦ του, χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ βασανιστῆ.

Δὲν γνωρίζω ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ γνώμη σας ἐπὶ τοῦ θέματος. Πάντως ὅλοι οἱ Νέγροι συγγραφεῖς ποὺ δημιούργησαν τὸ κίνημα τῆς νεγροσύνης ἤ κινήθηκαν μέσα στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ κινήματος, χρησιμοποίησαν τὰ γαλλικὰ ἢ τὰ ἀγγλικά, δηλαδὴ τὴ γλώσσα τοῦ κατακτητῆ τους γιὰ νὰ ἐναντιωθοῦν στὸν ἀποικιοκράτη Εὐρωπαῖο· γιὰ νὰ ἐξάρουν τὸν πλοῦτο τῆς ἀνθρωπιᾶς τῶν Νέγρων, τὶς φυσικὲς ὀμορφιές τῶν πατρίδων τους, τὶς πνευματικὲς ἀξίες καὶ τὴ φιλοσοφία τῶν προφορικῶν τους παραδόσεων· γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὴν ἱστορία ποὺ τοὺς ἔκλεψε ἡ ἀποικιοκρατία, τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιά τους ποὺ κατακερμάτισε ἡ ἐπιστήμη τῶν Λευκῶν, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια  ποὺ τοὺς ἀφαίρησε ἡ δουλεία, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ίδιαιτερότητα, τὴν ἀνωτερότητα τῆς νεγροσύνης ποὺ τοὺς ἀρνεῖται ἡ Δύση.  Ἡ γαλλόφωνη καὶ ἀγγλόφωνη λογοτεχία τῶν Νέγρων, ποὺ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὸ Μεσοπόλεμο, στάθηκε στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια ἡ πιὸ ἀδηφάγος ἀναζήτηση μιᾶς κλεμμένης, μιᾶς κατακερματισμένης πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, μιᾶς χαμένης ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας. Λειτούργησε σὰν ἡ πιὸ ἰσχυρὴ φωνὴ τῆς Νεγροσύνης, σὰν ἡ πιὸ ὑψηλὴ καὶ ἡ πιὸ ἔγκυρη μαρτυρία τῆς αὐτοσυνειδησίας  τῶν Μαύρων καὶ τῆς βούλησής τους νὰ παίξουν στὴν ἱστορία τὸ ρόλο ποὺ τοὺς ἀνήκει.

῞Ομως ἡ ἱστορία καὶ ἡ πραγματικότητα τοῦ κινήματος τῆς νεγροσύνης θέτει μπροστά μας ἕνα ἄλλο βασικὸ καὶ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα, ἰδιαίτερα σήμερα, στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης. Τὸ ἐρώτημα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὶς μεγάλες καὶ τὶς μικρὲς, τὶς ἰσχυρὲς καὶ τὶς ἀδύναμες γλῶσσες, ἀνάμεσα στὶς γλῶσσες τῶν κυρίαρχων λαῶν καὶ τὶς γλῶσσες τῶν μειονοτήτων. Στὰ 1704, εἶχε ἐκδοθεῖ στὴ Μόσχα ἕνα Λεξικὸν Τρίγλωττον ἤτοι Λέξεων σλαβονικῶν, ἑλληνικῶν τε καὶ λατινικῶν θησαβρός… ῾Ο ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης, κάποιος Θεοδόσιος Πολυκάρπου ἢ Πολυκαρπώφ, ἀπευθύνει στὸν ἀναγνώση μιὰ ἐπιστολὴ καὶ στὶς τρεῖς γλῶσσες τοῦ Λεξικοῦ. Παραθέτω σὲ διασκευὴ τὰ κυριότερα σημεῖα της : «Ἡ ἱερὰ Γραφὴ ἀναφέρει ὅτι πάνω στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μιὰ ἐπιγραφὴ σὲ τρεῖς γλῶσσες, “ἑβραϊκὴν δηλαδή, ἑλληνικήν τε καὶ λατινικήν… Καὶ γὰρ ἡ μὲν ἑβραϊκὴ ἐστὶν ἁγία γλῶσσα, ἡ δὲ ἑλληνικὴ τῆς σοφίας, καὶ ἡ λατινικὴ τῆς βασιλείας…”. Κρίναμε λοιπὸν εὔστοχο “τὴν μυστηριώδη ταύτην ἐκμιμήσασθαι τάξιν…” Καὶ κρατήσαμε τὶς δυὸ γλῶσσες, “ἑλληνικὴν δηλαδὴ καὶ λατινικήν. ᾽Αντὶ δὲ τῆς τρίτης, τῆς ἑβραΐδος”,  προτιμήσαμε τὴ δική μας γλώσσα, τὴ σλαβονική, “μητέρα τῷ ὄντι πολλῶν γλωσσῶν οὖσαν πολύκαρπον”. Γιατὶ ἀπὸ τὴ γλώσσα αὐτή, σὰν ἀπὸ κάποια πηγὴ ἀνεξάντλητη, ἐπήγασαν πολλὲς ἄλλες : ἡ πολωνικὴ δηλαδή, ἡ βοεμική, ἡ σερβική, ἡ βουλγαρική, ἡ τσεχική, ἡ ρωσική, καὶ τόσες ἄλλες. “῾Αρμόζει τοίνυν εἰπεῖν πρὸς αὔξησιν τῆς λάμψεως τῆς ἡμετέρας σλαβονικῆς διαλέκτου, ὅτι τὴν ἰδιοτάτην κέκτηται ἀρχήν, τὴν ΔΟΞΑΝ. ῞Οπερ γὰρ ἐστὶ παρὰ τοῖς ῞Ελλησι ΔΟΞΑ, παρὰ τοῖς Λατίνοις GLORIA, τοῦτ᾽ αὐτὸ ΣΛΑΒΑ παρ᾽ ἡμῖν ἐξηγεῖται. ῞Οθεν ἀπὸ τῆς τοῦ ὀνόματος ἑτοιμολογίας, ἀπὸ τοῦ σλάβα δηλαδή, σλαβονικὸν καὶ γένος καὶ γλῶττα τὴν ὑπερένδοξον ἑαυτῆς παρήγαγεν ἀρχήν”. Αὐτὴ λοιπὸν  τὴ δική μας διάλεκτο, “τὴν τῆς δόξης θυγατέρα ἢ μᾶλλον εἰπεῖν μητέρα”, καταχωρήσαμε στὸ πρὸνΛεξικὸν ἀντὶ τῆς ἑβραϊκῆς, τῆς τρίτης,  “καὶ τοῖς δυσὶ ἑτέραις, ἐλληνικῇ τε καὶ λατινικῇ συνεζεύξαμεν”. Εἰς τρόπον ὥστε  “διὰ τῶν τριῶν τούτων διαλέκτων ὁ τρισυπόστατος ἐν μονάδι κηρύττεται Θεός”…» (Φ. ᾽Ηλιοῦ, Προσθῆκες στὴν ῾Ελληνικὴ Βιβλιογραφία. Τὰ βιβλιογραφικὰ κατάλοιπα τοῦ E. Legrand καὶ τοῦ H. Pernot, ᾽Αθήνα 1973, σ. 133-136 ).

Βλέπουμε λοιπόν ὅτι, ἐπιχειρώντας τὴν ἱεροποίησή της, ὁ συγγραφέας τοῦ Λεξικοῦἐπιδιώκει νὰ ἀνυψώσει τὴ σλαβονικὴ γλώσσα στὸ ἐπίπεδο τῶν κυριάρχων γλωσσῶν, δηλαδὴ τῶν γλωσσῶν ποὺ στάθηκαν δημιουργοὶ καὶ φορεῖς ἑνὸς πολιτισμοῦ ἀνώτερου, παγκόσμιου· τῶν γλωσσῶν ποὺ στὸν ΙΖ´-ΙΗ´ αἰ.  δεσπόζουν καὶ κυριαρχοῦν. Εἶναι ἄλλωστε γνωστὸ ὅτι κατὰ τὸν Μεσαίωνα ἄνθισε στὴν καθ᾽ ἡμᾶς ᾽Ανατολὴ μιὰ ἄφθονη παραγωγὴ κειμένων, τὰ ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν νὰ ἀποδείξουν καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἀνωτερότητα τῆς κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς τέσσερες ἱερὲς τότε γλῶσσσες (ἑβραϊκά, ἑλληνικά, λατινικά, ἀραβικά), μὲ βάση ἕναν καθορισμένο ἀριθμὸ  κριτηρίων. Σημειώθηκαν μάλιστα προσπάθειες ποὺ στόχευαν στὸ νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀνωτερότητα τῆς μιᾶς θρησκείας ἔναντι τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἐν λόγῳ θρησκείας πίστευαν ὅτι ἡ γλώσσα τους ἦταν ἱερότερη ἀπὸ τὶς ἄλλες ἱερὲς γλῶσσες. ῾Ωστόσο ποιὰ γλώσσα ἦταν ἡ πιὸ ἱερή ; Ἡ ἑβραϊκὴ στὴν ὁποία ὁ Μωϋσῆς εἶχε συνομιλήσει μὲ τὸν Γιαχβέ στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἐπίσης ἡ γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τοῦ Χριστοῦ ;  Γιατὶ ὅμως νὰ μὴν εἶναι ἀνώτερη ἡ ἀραβική, στὴν ὁποία εἶναι γραμμένο τὸ Κοράνιο, ποὺ φυλάγεται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου κοντὰ στὸ Θρόνο τοῦ ᾽Αλλὰχ ; Τὴν ὁποία γλώσσα χρησιμοποίησε ἐπίσης ὁ προφήτης Μωάμεθ στὴ συνομιλία του μὲ ὅλους τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ τὸ Θεό κατὰ τὸ νυκτερινό του ταξίδι στὸν οὐρανό ; Καὶ γιατὶ ὄχι τὰ ἑλληνικά, ἡ γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων, τῆς διατύπωσης τῆς χριστιανικῆς πίστης, τῆς πατερικῆς γραμματείας καὶ τῆς λειτουργικῆς πράξης τῆς ἀνατολικῆς χρισταιανοσύνης ; ᾽Εξάλλου καὶ τὰ λατινικὰ διεκδικοῦσαν τὴν ἴδια θέση μὲ τὰ ἑλληνικὰ γιὰ τοὺς ἴδιους περίπου λόγους.

Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τῶν σκέψεών μας, ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλουμε νὰ συγκρατήσουμε ἀπὸ τὴν παραπάνω θρησκευτικογλωσσικὴ διαμάχη, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τέσσερες παραπάνω γλῶσσες, ἐξαιτίας ἀκριβῶς τῆς ἰδιότητάς τους ὡς γλῶσσες ἱερές, ἀναδείχτηκαν οἱ δημιουργοὶ καὶ οἱ πομποὶ τῶν πιὸ μεγάλων πολιτισμῶν στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· τὸ κυρίαρχο ὄργανο τῆς γνώσης, τῆς σκέψης, τῆς τέχνης, τῆς δημιουργικῆς πνοῆς καὶ τῆς προσωπικότητας τῶν ἀνθρώπων σὲ μιὰ ὁρισμένη περιοχὴ καὶ ἐποχή.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῶν σκέψεών μας, ὀφείλουμε ἐπίσης νὰ μὴ παραβλέψουμε τὶς ἑξῆς δυό ἱστορικὲς καὶ πολιτισμικὲς πραγματικότητες:

α) ᾽Επικαλούμενες τὸ ἐπιχείρημα τῆς ἱερότητάς τους, οἱ γλῶσσες ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, μὲ ἐξαίρεση τὴν ἑβραϊκή, ἐπεδίωξαν καὶ πέτυχαν κατὰ καιροὺς μιὰ ὁλοκληρωτικὴ σχεδὸν κυριαρχία πάνω στοὺς λαούς, στὶς γλῶσσες τους καὶ στὴν πολιτισμική τους ὑπόσταση. ῾Η περίπτωση τῆς ἀραβικῆς γλώσσας εἶναι ἡ πιὸ καταφανὴς ἀκόμα καὶ σήμερα· ἡ περίπτωση τῶν ἑλληνικῶν εἶναι ἴσως λιγότερο ὁρατή. Πράγματι, στὴν περιοχὴ ὅπου κυριαρχοῦσε καὶ δροῦσε, ἡ ἀνατολικὴ χριστιανοσύνη εἶχε σεβαστεῖ τὴ γλώσσα καὶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ κάθε λαοῦ ποὺ ἐκχριστιάνιζε. Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο, οἱ ἀνατολικοὶ λαοί, μετὰ τὸ μπόλιασμά τους στὴ χριστιανικὴ πίστη, κατόρθωσαν, ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς νὰ διαιωνίσουν τὴ γλώσσα τους καὶ τὸν πολιτισμό τους, ἄλλοι νὰ γνωρίσουν μιὰ νέα ἄνθιση κι ἄλλοι νὰ ἀποκτήσουν τὴ θέση καὶ νὰ παίξουν τὸ ρόλο μεγάλων γλωσσικῶν καὶ πολιτισμικῶν δυνάμεων. ῾Ωστόσο ὀφείλουμε νὰ δεχτοῦμε ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔπαιξε τὸ ρόλο δεσποτικῆς καὶ καταδυναστεύουσας δύναμης.

Γνωρίζουμε βέβαια ὁλοι μας ὅτι ἡ θρησκεία σπάνια ἀρνήθηκε τὴ στήριξη καὶ τὴν προστασία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. ᾽Απὸ τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν ῾Αγία Γερμανικὴ Αὐτοκρατορία μέχρι τοὺς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας καὶ τοὺς τσάρους τῆς Ρωσίας, χωρὶς νὰ παραλείψουμε τὶς ἀραβομουσουλμανικὲς δυναστεῖες καὶ τὴν ᾽Οθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, θὰ μπορούσαμε ἄραγε νὰ βροῦμε μιὰ μόνη περίπτωση, μιὰ μόνη ἱστορικὴ στιγμὴ ἢ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἡ θρησκεία δὲν ταυτίστηκε μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ὅπου ὁ Σταυρὸς ἢ ἡ ῾Ημισέληνος ἀρνήθηκαν τὴ σύζευξή τους μὲ τὴ Σπάθη;

Στὴν ἐποχή μας ἡ θρησκεία παρέδωσε τὰ ὅπλα τῆς κυρίαρχης δύναμης σὲ ἄλλα ὄργανα καταδυνάστευσης : πολιτισμικά, πολιτικά, ἰδεολογικά, οἰκονομικά. ῍Ας μὴ ξεχνᾶμε, ἐπὶ παραδείγματι, τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε ἡ ἀποικιοκρατία στὴν ἐξάπλωση καὶ ἐπικράτηση τῆς ἀγγλικῆς, τῆς γαλλικῆς ἢ τῆς ἰσπανικῆς γλώσσας· τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε ὁ σοβιετικὸς σοσιαλισμὸς στὴν ἐξάπλωση τῆς ρωσικῆς γλώσσας· τὸ ρόλο ποὺ παίζει σήμερα ἡ τεχνολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ δύναμη τῶν ΗΠΑ στὴ παγόσμια ἐπικράτηση τῶν ἀγγλικῶν. ῞Ολες ὅμως οἱ δεσπόζουσες καὶ καταδυναστεύουσες αὐτὲς γλῶσσες ἀναδείχτηκαν καὶ ἀναδεικνύονται σὲ κυρίαρχα μέσα, σὲ δεσπόζοντα ὄργανα δημιουργίας καὶ μεταλαμπάδεψης πολιτισμικῶν ἀγαθῶν καὶ ἰδεολογιῶν, τρόπων ζωῆς καὶ σκέψης. Στὴν περίπτωση αὐτή, τὶ ὀφείλουν, τὶ μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἄλλες γλῶσσες, οἱ ἄλλοι πολιτισμοί, οἱ ἄλλοι τρόποι ζωῆς καὶ σκέψης ; Ποιὲς εἶναι οἱ δυνατότητες ἀντίστασής τους, ἐπιβίωσής τους, δημιουργικότητάς τους καὶ ἔκφρασής τους ; ᾽Ιδιαίτερα  ὅταν πρόκειται γιὰ γλῶσσες καὶ πολιτισμοὺς Κοινοτήτων μειονοτικῶν ποὺ ἀντμετωπίζουν σοβαρὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα ; Ποιὰ δικαιώματα ἐπιβίωσης καὶ ἐλεύθερης ἔκφρασης μποροῦμε νὰ τοὺς ἐγγυηθοῦμε ;

β) ῾Η περιοχὴ τῆς Μεσογείου ὑπῆρξε ἤδη ἀπὸ τὴν ᾽Αρχαιότητα τὸ λίκνο μεγάλων πολιτισμῶν καὶ γνώρισε τὴν ἄνθιση πολλῶν μεγάλων γλωσσῶν· γλωσσῶν ἱερῶν (ἑβραϊκά, ἑλληνικά, λατινικά, ἀραβικά), γλωσσῶν ποὺ ἀνέδειξαν μεγάλους πολιτισμούς· αὐτὲς ποὺ μόλις ἀνέφερα καὶ στὶς ὁποῖες οἱ ἱστορικὲς συγκαιρίες προσέθεσαν τὰ τουρκικά, τὰ ρωσικά, τὰ ἀγγλικά, τὰ γαλλικά καὶ τὰ ἰσπανικά. ῾Ωστόσο τὰ παράλια τῆς Μεσογείου κατοικήθηκαν ἀνέκαθεν ἀπὸ πλῆθος λαῶν ποὺ ὁ καθένας τους ἦταν προικισμένος μὲ τὴ δική του γλώσσα, τὸν δικό του πολιτισμὸ καὶ τὴ δική του ἱστορία. Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐξαφανίστηκαν ἐντελῶς· ἄλλοι ἐπέζησαν μέχρι σήμερα  μόνο ὑπὸ μορφὴν γλωσσικῶν ἢ ἀρχαιολογικῶν ἐρειπίων. ῞Ομως, μπροστὰ στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ πραγματικότητα ἐγείρονται μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐρωτήματα. ᾽Επὶ παραδείγματι: Ποιὲς ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τῶν λεγομένων ἱερῶν ἢ τῶν μεγάλων γλωσσῶν μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὑπερδύναμη τῆς ἐποχῆς τους ; Καὶ πρωτίστως ποιὲς ὑπῆρξαν παράλληλα οἱ σχέσεις τῶν ἰσχυρῶν αὐτῶν γλωσσῶν μὲ τὶς γλῶσσες τῶν μειονοτήτων, οἱ ὁποῖες πληθυσμιακὲς μειονότητες ἦταν συγγχρόνως μειονότητες οἰκονομικὰ ἀδύναμες καὶ πολιτικὰ καταπιεσμένες ; Ποιὲς εἶναι, ἐπὶ παραδείγματι, σήμερα,  οἱ σχέσεις ἀνάμεσα στὴν ἀραβικὴ γλώσσα καὶ στὶς γλώσσες τῶν διαφόρων μειονοτικῶν ἐθνοτήτων μέσα σὲ ὅλη τὴ γεωγραφικὴ ἔκταση τοῦ λεγομένου ἀραβομουσουλμανικοῦ κόσμου ; ῾Η ἀραβομουσουλμανικὴ ἐξουσία προσφέρει ἄραγε τὴν ἀπαιτούμενη προστασία στὴ γλώσσα, τὴ θρησκεία, τὴν ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ μνήμη τῶν μειονοτήτων αὐτῶν ; ᾽Αναγνωρίζει καὶ  σέβεται στοὺς κόλπους της τὶς μειονότητες ὡς δημιουργοὺς καὶ φορεῖς μιᾶς ὁρισμένης παγκοσμιότητας, τῆς παγκοσμιότητας τῆς δικῆς τους πνευματικῆς κληρονομιᾶς ; Γενικότερα, πῶς συμπεριφέρεται ἡ κάθε ἐπίσημη ἐθνικὴ πολιτικὴ ἐξουσία ἔναντι τῶν γλωσσικῶν, θρησκευτικῶν καὶ πολιτισμικῶν μειονοτήτων τῆς χώρας στὴν ὁποία ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία της ; Τὶ κάνουν ἢ τὶ μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἁρμόδιοι διεθνεῖς ὀργανισμοὶ γιὰ τὶς ἀνθρώπινες μειονότητες καὶ τὶς γλῶσσες τους ποὺ κινδυνεύουν νὰ ἐκλείψουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς ;

Νὰ μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐρωτήματα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου καὶ ὡς στρατευμένου πολίτη στὴ θέση  ποὺ εἶναι ἡ δική μου. Αὐτὲς εἶναι ἐπίσης οἱ σκέψεις ποὺ θέλησα νὰ ἐμπιστευτῶ στὴν ὀξυδέρκειά σας, νὰ παραδώσω στὴν ἀγάπη σας, μιὰ ποὺ δὲ μπόρεσα νὰ βρεθῶ ἀνάμεσά σας. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ τὶς δεχτεῖτε εὐμενῶς· ὅτι θὰ σᾶς βάλουν καὶ σᾶς σὲ σκέψη τοῦτες τὶς ἡμέρες τῆς συνάντησής σας· ὅτι δὲν θὰ πάψουν νὰ σᾶς ἀπασχολοῦν καὶ στὴ συνέχεια. Γιατί, ὅπως πιστεύω, εἶναι ἐρωτήματα καὶ σκέψεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ παρελθόν μας, τὸ παρόν μας καὶ τὸ μέλλον μας ὡς ἔθνος ἑλληνικό, ὡς γλώσσα ἑλληνική, ὡς πολιτισμὸς ἑλληνικός, ὡς πανάρχαια καὶ αἰώνια ἑλληνικὴ κληρονομιά.

Σᾶς εὐχαριστῶ.

Copyright © 2016 Koinonmagniton.com - All Rights Reserved. Designed By www.squaredesignstudio.gr