(Βιβλίο Γιώργου Γκέκου «Η Επιστροφή»)
Άρθρο από Περιοδικό Κ της Καθημερινής, 12.1.2020
Τις πρώτες μέρες του 1823, η εφημερίδα της μικρής ελβετικής πόλης Σαφχάουζεν, στα σύνορα με τη Γερμανία, δημοσίευσε ένα κείμενο του γραμματέα του τοπικού Φιλελληνικού Συλλόγου, που ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Παρακαλούνται οι πολίτες να μη δίνουν χρήματα απευθείας στους Έλληνες πρόσφυγες που μας έρχονται από τη Ρωσία και συνεχίζουν για την πατρίδα τους, και τους οποίους βοηθά επαρκώς ο Φιλελληνικός Σύλλογος με τροφή και ρουχισμό, αλλά να αναθέτουν το ποσό της αγάπης που προορίζουν για τους πρόσφυγες στον σύλλογο και να έχουν τη βεβαιότητα ότι με αυτόν τον τρόπο το ποσό θα χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά για τους Έλληνες». Τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά; Ποιοι ήταν αυτοί οι Έλληνες πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελβετία το 1823;
Στο βιβλίο «Η επιστροφή» (εκδ. Καπόν) ο Γεώργιος Γκέκος αποκαλύπτει μια εντυπωσιακή λεπτομέρεια της ελληνικής ιστορίας την εποχή της απελευθέρωσης, και συγκεκριμένα τη μοίρα μιας ομάδας Ελλήνων αγωνιστών που μετά την επανάσταση στη Μολδοβλαχία βρέθηκαν να αναζητούν μια δίοδο για να επιστρέψουν στη χώρα και να βοηθήσουν στον Αγώνα. Με αφετηρία την Οδησσό και καθώς δεν μπορούσαν να κατευθυνθούν νότια, στα εδάφη που βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, ούτε δυτικά, καθώς για πολιτικούς λόγους δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στην Αυστρία του Μέτερνιχ, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν μια απίθανη πορεία μέσω της βόρειας Ευρώπης. Πέρασαν από τη Βαρσοβία και αρκετές γερμανικές πόλεις, με σκοπό να κατηφορίσουν μέχρι τη Μασσαλία και από εκεί να επιστρέψουν διά θαλάσσης στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πορεία τους διακόπηκε στην Ελβετία, όμως, όπου χρειάστηκε να μείνουν για αρκετούς μήνες φιλοξενούμενοι των Φιλελληνικών Συλλόγων, καθώς η Γαλλία, φοβούμενη να ρισκάρει κάποιο διπλωματικό επεισόδιο με την Κωνσταντινούπολη, έκλεισε γι’ αυτούς τα σύνορά της.
Εντυπωσιακά ντοκουμέντα
Ο κ. Γκέκος είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (ΕΤΗ) στον τομέα της Κβαντικής Ηλεκτρονικής, αλλά η αγάπη του για την ιστορία και τον ελληνισμό της Διασποράς τον οδήγησε να πράξει ως ιστορικός, ερευνώντας με αξιοθαύμαστο ζήλο: «Με μάγεψε το γεγονός ότι υπήρχαν διεξοδικές αναφορές από Ελβετούς παρατηρητές, που περιγράφουν την τύχη ανώνυμων αγωνιστών μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1821 στη Μολδοβλαχία, αναφορές που καταγράφουν γεγονότα, ονόματα και μαρτυρίες πολλών που πολέμησαν εκεί», λέει ο κ. Γκέκος στο «Κ». «Το τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι είναι κάτι που απουσιάζει από την εικόνα της ελληνικής ιστορίας. Τουναντίον, Ελβετοί ιστορικοί τον 19ο και τον 20ό αιώνα ενδιαφέρθηκαν για την τύχη των φυγάδων αγωνιστών που πέρασαν από την Ελβετία στον δρόμο της επιστροφής και μας άφησαν εντυπωσιακά ντοκουμέντα».
Οι 160 Έλληνες που έφτασαν τον Ιανουάριο του 1823 στην Ελβετία ήταν υποπολλαπλάσιοι εκείνων που μερικούς μήνες νωρίτερα είχαν ξεκινήσει το αβέβαιο ταξίδι της επιστροφής από την Οδησσό – κάποιοι ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια και η τύχη τους είναι άγνωστη, ενώ αρκετοί έχασαν τη ζωή τους καθ’ οδόν, υποκύπτοντας στις κακουχίες. Ο ιδρυτής του Φιλελληνικού Συλλόγου του Βίντερτουρ, Γιόχαν Τρολ, αναφέρει στις σημειώσεις του τα εξής: «Η γύμνια τους μέσα στον βαρύ χειμώνα, η κούραση μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι, ακόμα και η ηλικία τους –πολλοί δεν ήταν νέοι άνθρωποι– μας έκαναν να αισθανθούμε συμπάθεια γι’ αυτούς και αρκετά μάτια βούρκωναν».
Είναι ένα από τα εντυπωσιακά ντοκουμέντα στα οποία αναφέρεται ο κ. Γκέκος. Ένα άλλο είναι η αφήγηση του Νταβίντ Μπούρκλι, κατοίκου της Ζυρίχης και εκδότη, ο οποίος συναναστράφηκε τους Έλληνες πρόσφυγες – το σύγγραμμά του μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τα ονόματα, τις ιδιότητες, το παρελθόν και κάποιες από τις σκέψεις των ανθρώπων αυτών. Όπως του Αθανάσιου Ντέτου, ενός κληρικού από τις Θερμοπύλες, η ιστορία του οποίου συνοψίζεται σε λίγες γραμμές: «Το έσκασα από τους Τούρκους και κατέφυγα στη Βλαχία, όπου βρήκα τα αδέλφια μου, τους Έλληνες, να πολεμάνε. Από εκεί αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στην Οδησσό. Εκεί έμενα με τον σύντροφο Δημήτριο, γιο του Ιωάννη από το Μεσολόγγι. Αφήσαμε γυναίκα και παιδιά στα σπίτια μας, άγνωστο όμως αν οι Τούρκοι τους δολοφόνησαν ή όχι. Θέλουμε να επιστρέψουμε στην πατρίδα».
Ελβετοί φιλέλληνες
«Δύο θέματα με εντυπωσίασαν», λέει ο κ. Γκέκος σχετικά με την έρευνά του. «Το πρώτο είναι η απύθμενη δίψα των καταπιεσμένων για ελευθερία, που τους οδηγεί στο δραματικό ταξίδι και στις τεράστιες απώλειες. Το δεύτερο, ο έντονος φιλελληνισμός στην Ελβετία και στη Γερμανία, τόσο των ελίτ όσο και των απλών, φτωχών πολιτών, που βοηθούν και από το υστέρημά τους τους Έλληνες φυγάδες. Το πρώτο φαίνεται μάλλον κατανοητό στον Έλληνα αναγνώστη, που άκουσε πολλά για την ιστορία των 400 και πλέον χρόνων σκλαβιάς της χώρας του, αλλά δεν παύει να εντυπωσιάζει για την έντονη θέληση αυτών που ρίχτηκαν στη μάχη με ελάχιστα υλικά. Το δεύτερο είναι λιγότερο γνωστό και πιο δύσκολο να κατανοηθεί από τον αναγνώστη. Γιατί ο έντονος φιλελληνισμός των απλών πολιτών σε Ελβετία και Γερμανία από τις πρώτες στιγμές που μαθαίνουν για την Επανάσταση; Υπάρχουν διάφορες αιτίες και αυτές αναλύονται στο βιβλίο μου, είναι σε γενικές γραμμές γνωστές στους ιστορικούς, αλλά προκαλούν πάντα απορία και θαυμασμό στον μέσο αναγνώστη».
Ο Φρίντριχ Φόγκελ, ανώτερος υπάλληλος στη διοίκηση του καντονίου της Ζυρίχης, αναφέρει σε έκθεσή του μερικές πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την παραμονή των Ελλήνων στην Ελβετία: «Παρόλο που οι πρόσφυγες αυτοί δεν προέρχονταν από μορφωμένα κοινωνικά στρώματα, εντούτοις η πλειονότητα ήταν σε θέση να γράφει τα ελληνικά, διάφοροι είχαν γνώσεις γεωγραφίας και ιστορίας. Όλοι τους έδειχναν ιδιαίτερη αγάπη για τα μικρά παιδιά, τα οποία τους πολιορκούσαν κυριολεκτικά κάθε μέρα και τους έφερναν όλων των ειδών τα φαγώσιμα, ενώ οι Έλληνες από τη μεριά τους προσπαθούσαν να μάθουν στα παιδιά το ελληνικό αλφάβητο. Κυρίως τα βράδια έρχονταν να δουν τους πρόσφυγες πολλοί ενήλικοι από διάφορα κοινωνικά στρώματα, που παρατηρούσαν με ενδιαφέρον τις φυσιογνωμίες τους και προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μαζί τους, για να μάθουν τις ιστορίες τους».
Δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο το ενδιαφέρον των Ελβετών για τους περιπλανώμενους αγωνιστές, και η στάση τους δείχνει, εκτός από τη δύναμη του φιλελληνικού κινήματος, και ένα υψηλό επίπεδο ανθρωπιάς. Άνοιξαν τα σπίτια τους, προσπάθησαν να τους εμψυχώσουν, να τους γνωρίσουν, να τους καταλάβουν, αφιέρωσαν χρόνο και φυσικά χρήματα σε μια περίοδο που η Ελβετία ήταν μια αγροτική και μάλλον φτωχή χώρα – τα ναύλα για την επιστροφή από τη Μασσαλία στην Ελλάδα, όταν τελικά τον Ιούλιο άνοιξαν τα σύνορα, εξασφαλίστηκαν μέσα από εράνους. Οι Έλληνες έφτασαν στο γαλλικό λιμάνι έπειτα από επτά μήνες στην Ελβετία και έχοντας καλύψει από την αρχή του ταξιδιού τους απόσταση 3.000 χιλιομέτρων.
Διαβάζοντας για τη μεγάλη πορεία των Ελλήνων αυτών στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1820, είναι αδύνατον να μη γίνουν ορισμένοι παραλληλισμοί – δύο αιώνες μετά, σε μια εντελώς διαφορετική Ευρώπη, άνθρωποι βαδίζουν και πάλι υπό αντίξοες συνθήκες, συναντούν απρόσμενα εμπόδια, κλειστά σύνορα και ανέλπιστη βοήθεια. «Η διαφορά έγκειται κυρίως στις αιτίες της φυγής», σχολιάζει ο κ. Γκέκος. «Οι σημερινοί φυγάδες και μετανάστες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να αποφύγουν τον πόλεμο (ή και την οικονομική μιζέρια). Οι Έλληνες κάνουν ακριβώς το αντίθετο: λαχταρούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να πολεμήσουν. Όραμά τους είναι η απελευθέρωση της Ελλάδας. Αποζητούν τον πόλεμο για να διώξουν τον κατακτητή. Αυτοί που γεμίζουν τα σαπιοκάραβα σήμερα στη Μεσόγειο φεύγουν, οι Έλληνες αγωνιστές του Υψηλάντη επιστρέφουν».