Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού.
Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6. Για την ερευνητική του δραστηριότητα του απονεμήθηκε το βραβείο της γαλλικής Αστρονομικής Ένωσης το 1994. Έχει δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία εκλαΐκευσης της αστρονομίας στα γαλλικά, που έχουν μεταφραστεί αγγλικά, στα κινεζικά, στα πορτογαλικά, στα τουρκικά και στα κροατικά. Η γαλλική έκδοση του βιβλίου "Η περιπέτεια του μέλλοντος" τιμήθηκε με το βραβείο "Jean Rostand" το 1999.
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα»
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα»
Η «ΠΟΡΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ» ΚΑΙ ΤΟ «ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ»
Η ιστορία, λένε, επαναλαμβάνεται είτε σαν τραγωδία είτε σαν φάρσα. Δεν ξέρω τι από τα δυο συμβαίνει σήμερα, αλλά το σίγουρο είναι ότι παρόμοιες καταστάσεις με τη σημερινή οικονομική και, κυρίως, κοινωνική κρίση, έζησε η χώρα μας και στο παρελθόν. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τη στάση των πνευματικών ανθρώπων του τότε απέναντι στα φαινόμενα αποσύνθεσης της χώρας και να βγάλει, ίσως, μερικά διδάγματα για το σήμερα.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το διεθνές εμπόριο και οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίων γνώρισαν μια πρωτοφανή ανάπτυξη. Τις συνθήκες αυτές εκμεταλλεύτηκε ο πρώτος πραγματικός εκσυγχρονιστής της Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης, για να προωθήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις (στις υποδομές, τους σιδηρόδρομους κλπ.) που άλλαξαν το πρόσωπο της χώρας και που στηρίχτηκαν κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό. Ακολούθησε μια δεκαετής περίοδος σχετικής ευμάρειας, που όμως ακουμπούσε σε σαθρές βάσεις. Παράλληλα, ένα κλίμα κομματικής ρουσφετοκρατίας – με αθρόους διορισμούς στο δημόσιο από την κυβέρνηση του αντιπάλου του Τρικούπη, Θ. Δηλιγιάννη - και πατριωτικής πλειοδοσίας οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών (στρατιωτικές προμήθειες, μισθοί, συντάξεις).
Σύντομα το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος αναγκαζόταν να συνάπτει καινούρια δάνεια για να πληρώνει τους τόκους των παλιών. Η κατάληξη της ιστορίας ήταν προδιαγραμμένη: όταν ήρθε η ύφεση στην Ευρώπη, η κάνουλα των δανείων στέρεψε και η κυβέρνηση του Τρικούπη αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση το 1893. Ο Τρικούπης δεν βγήκε καν βουλευτής στις εκλογές του 1895 και πέθανε ένα χρόνο μετά. Πέρα από την κοινωνική δυσαρέσκεια, έχασε γιατί είχε απέναντι του αδίστακτους αντιπάλους: το Παλάτι, που αναμειγνυόταν προκλητικά στην πολιτική (παίζοντας ύπουλο ρόλο στη χρεωκοπία του 1893) και την αντιπολίτευση που δεν δίστασε να παίξει το χαρτί της πατριδοκαπηλίας, αφιονίζοντας τα πλήθη με τη «Μεγάλη Ιδέα». Πρόκειται για το αλυτρωτικό όραμα της προσάρτησης εδαφών με ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία.
Οι άσχημες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του τέλους του 19ου αιώνα αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός επικίνδυνου σωβινισμού σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης. Κάτω από την πίεση των δημαγωγών της «Εθνικής Εταιρείας» (μιας μυστικής οργάνωσης που στόχευε στην απελευθέρωση των «αλύτρωτων αδελφών μας») η κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη σύρθηκε σε πόλεμο το 1897 με την Τουρκία. Χωρίς την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, η χρεωκοπημένη οικονομικά Ελλάδα οδηγήθηκε σε ταπεινωτική ήττα, αφού έπειτα από δέκα μόλις μέρες μαχών ο τουρκικός στρατός ανακατέλαβε σημαντικές πόλεις της Θεσσαλίας (που είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα το 1881). Οι οικονομικοί όροι της συνθήκης ειρήνης ήταν δυσβάσταχτοι για τη χώρα μας, που έπρεπε να πληρώσει το τεράστιο ποσό των 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Αναγκαστικά στράφηκε και πάλι σε δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που της επέβαλαν τον ταπεινωτικό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τον οποίο εισέπρατταν απευθείας το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα του Δημοσίου: τις εισπράξεις από τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, τον φόρο κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και τους δασμούς του τελωνείου Πειραιώς. Σε συνθήκες προϊούσας εξαθλίωσης, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, κυρίως στην Αμερική.
Στην αυγή του 20ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεωκοπημένη, ταπεινωμένη, ρημαγμένη οικονομικά και κοινωνικά. Μετά βίας στεκόταν στα πόδια της χάρη στη «βοήθεια» (με το αζημίωτο φυσικά) των ξένων, στους οποίους είχε ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Ένα διεφθαρμένο Παλάτι, ανίκανοι και φαύλοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας εκμαυλισμένος λαός - που πολιτικάντηδες δημαγωγοί τον έσερναν από τη μύτη σε σωβινιστικά παιχνίδια - έφτιαχναν ένα ζοφερό σκηνικό. Η απόγνωση πολλών – και όχι μόνο διανοούμενων – για την κατάντια της χώρας αποδίδεται με δραματική ένταση από το μεγάλο μας ποιητή Κωστή Παλαμά το 1908 στο ποίημα του «Γύριζε» (δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Η Πολιτεία και η Μοναξιά» το 1912):
«Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο ειν᾿ εδώ, τό προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο νά σταθή μιά σπιθαμή δέ θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι απὸ τοὺς χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γή, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ οκνοὶ καταφρονούν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τών Ευρωπαίων περίγελα καὶ των αρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνάδες βάρβαροι, καὶ χαύνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, καὶ πόρνη η Ρωμιοσύνη!»
Χρησιμοποιώντας σα μαστίγιο τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ο Παλαμάς εξαπολύει με στίχους απίστευτης βιαιότητας ένα αμείλικτο κατηγορώ ενάντια σ’ όλους όσους συντέλεσαν στο κατάντημα της χώρας. Το ανελέητο σφυροκόπημα του στοχεύει και τον λαό («σκλάβος», «ραγιάδες», «περίγελα», «παλιάτσοι», που «προσκυνούν σαν είδωλα τους ψεύτες») και τους ανάξιους ηγέτες του: «η Πολιτεία λωλάθηκε», «ντερβίσηδες και μανταρίνοι» που «πατούν την Πολιτεία», «λύκοι οι πιστικοί» που έπρεπε να φυλάγουν τη χώρα (ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω το «χαλκοπράσινους», μου φαίνεται σατανική η σύμπτωση με σύγχρονες καταστάσεις). Τα βέλη του φαίνεται να χτυπάνε και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής («η Αλήθεια τόπο να σταθεί δε θα ‘βρει») όπου η κατάσταση δεν θα ήταν πολύ καλύτερη από τη σημερινή. Άλλη μια συγκλονιστική ομοιότητα ανάμεσα στο τότε (με το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο) και το τώρα (με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) αποτελούν οι «ραγιάδες, σκυφτοί για το χαράτσι», που δέχτηκαν να σκύβουν και να δουλεύουν με άθλιους όρους για να ξεπληρώσουν τους δανειστές που άλλοι τους φόρτωσαν στην πλάτη.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο Παλαμάς στο ρόλο των δημαγωγών, στοχεύοντας τον μεγαλύτερο λαϊκιστή της εποχής του, τον Θ. Δηλιγιάννη, μέσα από το πρόσωπο του Κλέωνα, του αρχιδημαγωγού που σατιρίζει ο Αριστοφάνης στους «Ιππείς» και που κυβέρνησε την αρχαία Αθήνα στον Πελοπονησιακό πόλεμο. Η κορύφωση όμως του ποιήματος βρίσκεται στο τέλος, όπου ο Παλαμάς κατορθώνει να περιγράψει με απίστευτα οικονομικό τρόπο, μέσα σε δυο μόνο λέξεις, τη συνολική κατάσταση της χώρας και του λαού της: «πόρνη Ρωμιοσύνη».
Δυο χρόνια μετά, στα 1910, ο Παλαμάς δημοσιεύει την περίφημη ποιητική του συλλογή «Η φλογέρα του βασιλιά» που είχε αρχίσει να τη δουλεύει πολύ καιρό πριν, λίγο μετά τα γεγονότα του 1897. Στο πρώτο μέρος του έργου, που τοποθετείται στην υστεροβυζαντινή εποχή, αναφέρεται και πάλι στην αποσύνθεση της χώρας, αν και με στίχους λιγότερο βίαιους από πριν:
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ' η γυναίκα, πάνε
τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά σπασμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια
κι' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει
δεν βρίσκει την πυρά ζεστή ψωμί για να το κάνει.
Κι' από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι' ακόμα
κι απ’ τη γωνία του σπιτιού, πιο κρύα η καρδιά είναι.
Kακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα... κρίμα!
Σκοτεινό ερείπιο κι' η εκκλησιά και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι' έγινε βοσκοτόπι.
Κι' ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν' άβουλος ο άντρας
κι' άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,
κυρά τους έχουν την σκλαβιά και δούλο τους το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.»
Δύσκολο να αποδώσει κανείς με δυνατότερες εικόνες και σε τόσο λίγες γραμμές την εικόνα του ξεπεσμού και της αποσύνθεσης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ο καταιγιστικός βομβαρδισμός των στίχων με το συνδετικό «και» καθιστά την απαγγελία τους πυρετική, σχεδόν παραληρηματική. Όμως, πιο πολύ κι από την υλική και οικονομική καταστροφή, είναι ξεκάθαρο για τον Παλαμά ότι η βασική αιτία βρίσκεται στην ηθική σήψη, την κατάπτωση των ατόμων, που επιφέρει και την παρακμή συνολικά της κοινωνίας: «Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα... κρίμα!». Κι είναι αυτή η κατάντια που κρατάει μακριά τον «μέγα Έρωτα» της δημιουργίας, που κάνει άντρες και γυναίκες να χαμοσέρνονται σκλαβωμένοι στα πάθη τους και βουτηγμένοι στην ψευτιά.
Ποιά ελπίδα και ποιές προοπτικές να έχει μια χώρα, όταν όλες οι «φωτιές» μες στις οποίες θα μπορούσαν να σφυρηλατηθούν τα εργαλεία της προόδου έχουν σβήσει; Αυτός ακριβώς ο στίχος του Παλαμά («Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα») σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο το κύριο, πιστεύω, πρόβλημα της χώρας μας σήμερα: την απουσία προοπτικής, την έλλειψη δημιουργικής πνοής για το αύριο, που θα μπορούσε να κρατήσει ζεστή την ελπίδα στην καρδιά του κόσμου. Το μοναδικό κίνητρο που του δίνεται για να αντέξει τις θυσίες που του επιβλήθηκαν ερήμην του είναι «κουράγιο, σε τρία τέρμινα, όσοι από μας επιζήσουν, θα μπορούμε να δανειζόμαστε από τις αγορές σχεδόν όπως και πριν». Ωραία παρηγοριά στον άρρωστο και μεγάλο «κατόρθωμα», όπως τουλάχιστον μας το παρουσιάζουν οι ηγέτες μας και τα «παπαγαλάκια» τους. Κανένα όμως αναπτυξιακό όραμα δεν φαίνεται στον ορίζοντα για να απαλύνει έστω και λίγο το βαρύ κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τις περικοπές μισθών, τα φοροεισπρακτικά μέτρα, τις απολύσεις και την ανεργία. Στο μεταξύ, ο κυριότερος παράγοντας ανάπτυξης μιας χώρας με το δικό μας επίπεδο, η «γκρίζα ουσία» της (το επιστημονικό της δυναμικό) βρίσκεται παραμελημένο, τα δε Πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο αύριο. Η νεολαία, που ενσαρκώνει την ελπίδα για το μέλλον, αντικρύζει τον ορίζοντα της κλειστό, καθώς έπειτα από χρόνια σχιζοφρενικής εκπαίδευσης (και μηδαμινής παιδείας), βλέπει να της προσφέρονται εργασιακές συνθήκες παρόμοιες μ’ αυτές του 19ου αιώνα.
Πηνελόπη Δέλτα: Παραμύθι χωρίς όνομα
Σβησμένες όλες οι φωτιές... Την ίδια ακριβώς χρονιά με τη «Φλογέρα του βασιλιά», στα 1910, δημοσιεύεται το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα, ένα από τα αγαπημένα διηγήματα των παιδικών μου χρόνων. Όπως ο Παλαμάς, και η Π. Δέλτα έχει απόλυτη επίγνωση της τραγικής κατάστασης του Ελληνισμού και προσπαθεί να ξυπνήσει το κοινό της μέσα από ένα από τα ωραιότερα και διδακτικότερα παραμύθια που διάβασα ποτέ μου. Η ανικανότητα του βασιλιά Αστόχαστου τον έχει κάνει έρμαιο μιας κλίκας παλατιανών και έχει οδηγήσει τη χώρα των Μοιρολατρών στην καταστροφή και την ερήμωση. Όταν τα πράγματα σφίγγουν, όταν όλοι οι βασιλικοί θησαυροί έχουν ξεπουληθεί ή κλαπεί από τους αυλικούς και το Παλάτι κινδυνεύει να μείνει χωρίς τροφή, το Βασιλόπουλο αναγκάζεται να βγει στη χώρα και να διαπιστώσει με τα μάτια του την έκταση της καταστροφής: ερημωμένα χωράφια, ανεργία για τους πολλούς, μετανάστευση για αρκετούς, φόβος για τους κλέφτες που λυμαίνονται τη χώρα. Οι λίγοι ικανοί και αυτοαπασχολούμενοι που επιβιώνουν ακόμη κουτσά-στραβά, φοβούνται και να μιλήσουν για μη βρουν τον μπελά τους από τους διεφθαρμένους δικαστές και αξιωματούχους του Παλατιού. Αλλά, λίγο-λίγο, το Βασιλόπουλο καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους κι αρχίζει να λύνεται η γλώσσα τους: «-Για τον στρατηγό Μασκαρόπουλο ρωτάς; Έκανε εκείνο που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του στις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νοιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέω. - Τι να σου κάνει κι ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, σαν δεν έχει παρά κλέφτες και κατεργάρηδες γύρω του; - Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορας. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. Μα πότε νοιάστηκε; Έπειτα, μας τρώγει κι εμάς η πονοψυχιά. Πως να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη ή όποιον άλλο ασυνείδητο ; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο» σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!». Και πάει λέγοντας... Και μόνο οι τίμιοι δεν βρίσκουν εδώ ψωμί.»
Φαίνεται ξεκάθαρα από το παραμύθι (που μόνο παραμύθι δεν είναι) πως η λεηλασία του κράτους από τους αξιωματούχους του δεν είναι καινούριο φαινόμενο. «Κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα η καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική», διαβάζουμε σε βιβλία και ταινίες. Πραγματικά, τι σχέση να έχει με το στρατηγό Μασκαρόπουλο εκείνος ο πρώην υπουργός της Άμυνας που βρέθηκε πρόσφατα με ακριβό σπίτι σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας; Απλή σύμπτωση (και όχι μόνο ως προς την κατάληξη του ονόματος)… Τουλάχιστον ο Μασκαρόπουλος του παραμυθιού το’ σκασε στα ξένα, συναισθανόμενος ότι δεν τον παίρνει να παραμείνει στη χώρα του έπειτα απ’ όσα έκανε. Ενώ στη σημερινή εποχή, «η θρασύτητα του κομματικού αμοραλισμού δεν έχει όρια, είναι αχαλίνωτη», όπως παρατηρεί σε άρθρο του στην Καθημερινή της 17-10-2010 ο κ. Χ. Γιανναράς: το αποδείχνει η φράση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, η «ερμηνεία» του για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας: «Που πήγαν τα λεφτά; Μα, τα φάγαμε όλοι μαζί (κυβερνώντες και κυβερνώμενοι), σας διορίζαμε για χρόνια»!
Ποιος σουρεαλιστής ποιητής και ποιος λογοτέχνης να φανταστεί τέτοια παχυδερμία, ακόμη και στους χειρότερους εφιάλτες του; Καθώς ο γειτονικός βασιλιάς ετοιμάζεται να επιτεθεί, το Βασιλόπουλο συνειδητοποιεί με απόγνωση ότι η χώρα του βρίσκεται σε κατάρρευση κι ότι ο στρατός της έχει λιποτακτήσει: «-Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό, είπε με πίκρα, και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή κλέφτες και φονιάδες. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των κατεργάρηδων, και οι αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και έσπαγαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο...’Αραγε, αξίζει να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιο τόπο ; » Εδώ η Π. Δέλτα βάζει στο στόμα του Βασιλόπουλου το κεντρικό ερώτημα, το μοναδικό που πρέπει να ρωτήσει κανείς όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, όταν είναι προφανές ότι ερωτήματα όπως «ποιος φταίει;» και «πού πήγαν τα λεφτά;» δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ ικανοποιητικά. Και δίνει τη μοναδική απάντηση που επιβάλλεται σ’ αυτή την περίπτωση, με το στόμα της αγαπημένης φίλης του Βασιλόπουλου: «--- Ναι», απάντησε η Γνώση, «Περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους, που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή γιατί δεν έχουν τη δύναμη να παλέψουν ενάντια στη δυστυχία και τη γενική αποχαύνωση. Θέλεις λοιπόν και συ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη από τις πρώτες δυσκολίες, ν’ αφήσεις τη θέση σου και να δειλιάσεις μπροστά στον κόπο και την ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος. Μα έχει ανάγκη από βοήθεια και διοίκηση… Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εκεί πρέπει να μείνουμε. Και σένα, σ’ έβαλε η μοίρα αρχηγό. Μόνο αν κάνεις το καθήκον σου, θα γίνεις ανώτερος από εκείνους που περιφρονείς».
Όπως όλα τα παραμύθια, το «Παραμύθι χωρίς όνομα» έχει αίσιο τέλος και συνιστώ ανεπιφύλακτα το διάβασμά του. Μπορεί να μην πιστεύουμε σήμερα σε παραμύθια, βασιλόπουλα και δράκους, όμως σε κάτι πρέπει να πιστεύουμε αν θέλουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας σαν λαός. Το να κάνει ο καθένας το καθήκον του (και τη δουλειά του σωστά) είναι το πρώτο βήμα, αλλά δεν φτάνει. Θα χρειαστεί να ξαναανακαλύψουμε το «εμείς», την ομορφιά της συλλογικότητας. Δεν θα’ ναι εύκολο, γιατί χρόνια πλύσης εγκεφάλου (για το ποιοι είναι «επιτυχημένοι») καθώς και οι αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες, έχουν ευνουχίσει σε μεγάλο βαθμό τη συλλογικότητα μέσα μας και φουντώσει τον ατομικισμό. Είναι όμως η μόνη μας ελπίδα αν θέλουμε να πάψουν κάποτε να είναι «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα».
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου ΘΕΣΣΑΛΙΑ στις 23.10.2010
**Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6. Για την ερευνητική του δραστηριότητα του απονεμήθηκε το βραβείο της γαλλικής Αστρονομικής Ένωσης το 1994. Έχει δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία εκλαΐκευσης της αστρονομίας στα γαλλικά, που έχουν μεταφραστεί αγγλικά, στα κινεζικά, στα πορτογαλικά, στα τουρκικά και στα κροατικά. Η γαλλική έκδοση του βιβλίου "Η περιπέτεια του μέλλοντος" τιμήθηκε με το βραβείο "Jean Rostand" το 1999.
Λίγα λουλούδια για τον Άλγκερνον
Λίγα λουλούδια για τον Άλγκερνον
Το περασμένο καλοκαίρι, ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού στο Βόλο, έπεσα πάνω σ’ ένα διήγημα που είχα πρωτοδιαβάσει κάπου τριάντα χρόνια πριν. Το είχα τότε κατατάξει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ξαναδιαβάζοντάς το όμως, συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο έχει προεκτάσεις που ξεπερνούν τα όρια αυτού του χώρου καθώς και τις προθέσεις του συγγραφέα του: οι καταστάσεις που περιγράφει, όχι μόνο δεν είναι σήμερα φανταστικές, αλλά αποτελούν καθημερινή (και επώδυνη) πραγματικότητα για πολύ κόσμο. Γραμμένο από τον Ντάνιελ Κέηζ το 1966, το Λουλούδια για τον Άλγκερνον παρουσιάζει την ιστορία του Τσάρλυ Γκόρντον, ενός τριαντάρη με χαμηλότατη νοημοσύνη, που δουλεύει βοηθός σε αρτοπωλείο και παρακολουθεί μαθήματα σε ένα κολλέγιο για καθυστερημένους ενήλικες.
Με παρότρυνση της συνομήλικης καθηγήτριάς του Αλις, ο Τσάρλυ συμμετέχει εθελοντικά σε ένα πρωτοποριακό πείραμα αύξησης της νοημοσύνης. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το διήγημα είναι το ημερολόγιο που κρατά ο Τσάρλυ για να περιγράφει την εξέλιξη του πειράματος. Οι πρώτες σελίδες είναι ένα χάος ασυνταξίας και ανορθογραφίας, απεικόνιση του μορφωτικού επιπέδου του πρωταγωνιστή. Στο πανεπιστημιακό εργαστήριο ο Τσάρλυ γνωρίζει τον Άλγκερνον, το ποντικάκι-πειραματόζωο που υποβλήθηκε ήδη στο πείραμα και παρουσίασε μια εκπληκτική αύξηση της νοημοσύνης του. Από τη σταδιακή βελτίωση του κειμένου γίνεται φανερό πως το πείραμα πέτυχε και στην περίπτωση του Τσάρλυ. Η αντίληψη του αναπτύσσεται ραγδαία, διαβάζει με μια ματιά ολόκληρη σελίδα, μαθαίνει μια ντουζίνα ξένες γλώσσες, γράφει κονσέρτα για πιάνο και αποδεικνύει στους υπεύθυνους του εργαστηρίου πως η βασική υπόθεση του πειράματος τους είναι λαθεμένη.
Τα κείμενά του είναι πια άψογα και χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη κομψότητα και επιτήδευση. Ο Τσάρλυ ανακαλύπτει τα καλά της φυσιολογικής ζωής, στα οποία περιλαμβάνεται η κοινωνική αναγνώριση, καθώς και η συναισθηματική σχέση του με την Άλις. Ανακαλύπτει όμως και τα άσχημα, καθώς αντιλαμβάνεται ότι οι παλιοί «φίλοι» του στην πραγματικότητα διασκέδαζαν με τη χαζομάρα του και τώρα ενοχλούνται από την ευφυία του. Και ενώ η επιτυχία του πειράματος φαίνεται εξασφαλισμένη, ο Άλγκερνον παρουσιάζει σημάδια ανησυχίας, αρνείται να φάει και να συμμετάσχει στα εκπαιδευτικά παιχνίδια, οι ικανότητές του εξασθενούν, κι ένα πρωΐ τον βρίσκουν νεκρό στο κλουβί του. Η νεκροψία δείχνει ότι η ενίσχυση των νευρώνων του εγκεφάλου του ήταν προσωρινή, και οι επιστήμονες φοβούνται πως παρόμοια κατάληξη θα έχει και ο Τσάρλυ.
Επιστρατεύοντας τις (σχεδόν υπερφυσικές) διανοητικές του ικανότητες, ο Τσάρλυ ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τρόπο για να σταματήσει την επερχόμενη καταστροφή. Όταν καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια του είναι μάταιη, απομακρύνει την Άλις και πέφτει σε κατάθλιψη. Τα κείμενά του καθρεφτίζουν τη βασανιστική κάθοδο του στα σκοτάδια της πνευματικής καθυστέρησης. Η απόγνωσή του, καθώς βλέπει τους ορίζοντες που είχαν ανοίξει γύρω του να ξανακλείνουν αμετάκλητα, φέρνει στο νου τον στίχο του A. E. Housman: «Τι μπορώ να κάνω ή να γράψω για να εμποδίσω το πέσιμο της νύχτας;».
Ο Τσάρλυ ξαναπιάνει τη δουλειά του στο αρτοπωλείο και βυθίζεται και πάλι στο διανοητικό του τέλμα, ξεχνώντας όλα όσα του συνέβησαν. Η τελευταία φράση του ημερολογίου του, απευθυνόμενη στον αναγνώστη, είναι: «Παρακαλο, βαλται μερηκα λουλουδια στων ταφο του Αλγκερνον».
Θυμάμαι καλά τι είχα νιώσει στην πρώτη ανάγνωση του διηγήματος: Έξαψη, στην ιδέα πως η ανθρώπινη ευφυϊα μπορεί να ενισχυθεί. Και ανατριχίλα, στην ιδέα πως μπορεί κάποιος να χάσει τις διανοητικές του ικανότητες, κάτι που μου φαινόταν χειρότερο από οποιοδήποτε ακρωτηριασμό ή τύφλωση. Πίστευα, ωστόσο, ότι το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν εξωπραγματικό (πλην ατυχήματος) και πως μόνο το πρώτο θα μπορούσε κάποτε να πραγματοποιηθεί. Όμως τα χρόνια πέρασαν, φέρνοντας καταστάσεις που ήταν αδύνατο τότε να φανταστούμε.
Με την αύξηση του μέσου όρου ζωής, ένα σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ηλικιωμένων βυθίζεται στα σκοτάδια της διανοητικής (και, συχνά, σωματικής) ανεπάρκειας. Η νόσος του Αλτσχάϊμερ και οι άλλες ασθένειες εκφυλισμού των εγκεφαλικών κυττάρων αποτελούν ήδη τη μάστιγα του 21ου αιώνα, σκορπίζοντας την απόγνωση στους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Όπως και πολλοί άλλοι, γνώρισα και εγώ τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις πρόσφατα, με άτομα του στενού συγγενικού και φιλικού μου περιβάλλοντος. Και είναι αυτή η εμπειρία που με έκανε να διαβάσω με άλλο μάτι την ιστορία του Τσάρλυ το περασμένο καλοκαίρι.
*ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟΣ, Παρίσι, 8-11-2007
**Δημοσιευτηκε το Νοέμβριο του 2007 στο περιοδικό του Βόλου Σελίδες
Ιούλιος Βερν: το έργο και τα μηνύματα ενός οραματιστή
Ιούλιος Βερν: το έργο και τα μηνύματα ενός οραματιστή
Γεννημένος το 1828, ο Ιουλιος Βερν πέρασε τα παιδικά του χρόνια ονειρευόμενος ταξίδια μακρινά, καθώς έβλεπε τα ιστιοφόρα να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι της Νάντης. Στα έντεκα χρόνια του μπαρκάρησε σε ένα καράβι για τις Ινδίες, αλλά ο πατέρας του τον πρόλαβε πριν το σκάφος ξανοιχτεί στον ωκεανό. Μέτριος μαθητής, σπούδασε νομικά στη Νάντη και το Παρίσι, αλλά σύντομα ανακάλυψε την έλξη του για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Στα είκοσι δύο του ανέβασε το πρώτο θεατρικό του έργο, αλλά η ενασχόληση αυτή του απέφερε ελάχιστα και δεν του επέτρεπε να ζήσει χωρίς την οικονομική ενίσχυση του πατέρα του.
Σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βερν έπαιξε η γνωριμία του με τον εξερευνητή Ζακ Αραγκό, καθώς και με το έργο του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ο Αραγκό, παρότι τυφλός, ταξίδευε σε μακρυνά μέρη και δημοσίευε συναρπαστικά κείμενα των περιηγήσεών του, με ιδιαίτερη έμφαση στα γεωγραφικά στοιχεία. Στο έργο του Πόε, ο Βερν θαυμάζει τη δεξιοτεχνία της πλοκής και την ατμόσφαιρα μυστηρίου και φαντασίας που το διατρέχει. Είναι ο μόνος συγγραφέας για τον οποίο ο Βερν θα δημοσιεύσει μια λογοτεχνική ανάλυση, ενώ στο διήγημα του Η Σφίγγα των πάγων (1895) θα φανταστεί και μια λογική συνέχεια στη μυστηριώδη κατάληξη του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Πόε, Οι περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ.
Προς το παρόν - βρισκόμαστε σις αρχές της δεκαετίας του 1860 - ο Βερν γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον προσωρινό τίτλο Ένα ταξίδι στον αέρα, επηρεασμένος κι από τις διηγήσεις του φίλου του φωτογράφου Ναντάρ (ψευδώνυμο του Φελιξ Τουρνασσόν) που ήταν ο πρώτος που πήρε αεροφωτογραφίες από αερόστατο. Το φθινόπωρο του 1862, το υποβάλλει στον εκδότη Πιερ Ζυλ Ετζέλ (Pierre-Jules Hetzel), στον οποίο τον παρουσίασε ο γιός του Αλέξανδρου Δουμά που ήταν κοινός τους φίλος. Η συνάντηση Βερν και Ετζέλ αποδείχτηκε καταλυτική και για τους δύο. Εξαιτίας των δημοκρατικών του φρονημάτων ο Ετζέλ είχε εξοριστεί στις Βρυξέλλες, όπου είχε δημοσιεύσει δυο εμπρηστικά κείμενα του Βίκτωρα Ουγκώ κατά του μοναρχικού καθεστώτος του Ναπολέοντα του 3ου.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι με την αμνηστία του 1860, συνεργάστηκε στην ίδρυση του Ομίλου για την Εκπαίδευση και την Ψυχαγωγία. Πίστευε ότι η υπόθεση της δημοκρατίας θα μπορούσε να προωθηθεί και μέσα απο την επιμόρφωση της νεολαίας (το άνοιγμα των οριζόντων της στις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής), για να την αποσπάσει απο την αποπνικτικά αυστηρή εκπαίδευση της Καθολικής εκκλησίας που υποστήριζε τους φιλομοναρχικούς. Ο Ετζέλ αντιλαμβάνεται το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο Βερν στην υπόθεση αυτή. Εκδίδει αμέσως το βιβλίο του, με τον τίτλο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο και του προτείνει δεκάχρονο συμβόλαιο, με την υποχρέωση να παραδίδει δυο μυθιστορήματα το χρόνο. Ο Βερν το αποδέχεται και η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο του Ετζέλ θα κρατήσει σαράντα χρόνια. Ηταν μια σχέση εποικοδομητική αλλά και συγκρουσιακή, γιατί ο Ετζέλ -που ήταν δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερος απο τον Βερν - είχε λόγο σε όλα: τον τίτλο, την υπόθεση, τους χαρακτήρες και το τελείωμα του έργου. Ήδη με το ξεκίνημα της συνεργασίας τους, απορρίπτει το τρίτο χειρόγραφο που του προτείνει ο Βερν, με εκφράσεις ιδιαίτερα σκληρές: «Έχετε βουτήξει στη μετριότητα με αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει αληθινή πρωτοτυπία, δεν υπάρχει απλότητα ούτε πνεύμα, τίποτα που να κρατήσει το βιβλίο έστω και έξι μήνες στα βιβλιοπωλεία, [...], είναι εντελώς αποτυχημένο».
Είναι αλήθεια ότι στο Παρίσι, στον 20ο αιώνα, ο Βερν εμφανίζεται απρόσμενα απαισιόδοξος όσον αφορά το μέλλον μιας τεχνολογικά εξελιγμένης κοινωνίας. Πως θα μπορούσε ο Ετζέλ να δεχτεί μια τέτοια άποψη; Το κείμενο του Βερν θα παραμείνει στο συρτάρι του για πάνω από εκατό χρόνια, για να ανακαλυφθεί το 1989 απο τον δισέγγονό του και να εκδοθεί επιτέλους το 1994, όπως θα δούμε προς το τέλος αυτού του σημειώματος. Στους έξι πρώτους τόμους που δημοσιεύει ο Βερν, εξερευνά τους έξι κύριους «άξονες» του σύμπαντός του: τον αέρα στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (1862), τους πόλους της Γης στις Περιπέτειες του πλοιάρχου Χατεράς (1863), το εσωτερικό της Γης στο Ταξίδι στο κέντρο της Γης (1864), το ταξίδι στη Σελήνη στο Από τη Γη στη Σελήνη (1865), το γύρο του κόσμου στα Παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ (1865 με 1867), τη θάλασσα με το 20 000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες (1866 με 1869).
Στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο, ο δόκτωρ Φέργκιουσον με τον φίλο του Κέννεντυ και τον υπηρέτη του Τζόε διασχίζουν την Αφρική απο τα ανατολικά στα δυτικά με ένα αερόστατο φουσκωμένο με υδρογόνο, του οποίου το ύψος ρυθμίζεται με ένα πρωτοποριακό σύστημα θέρμανσης, τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικές μπαταρίες. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει σχεδόν ότι ήταν γνωστό την εποχή εκείνη για την γεωγραφία, την πανίδα και τη χλωρίδα της Αφρικής, για την ιστορία των εξερευνήσεων της Μαύρης Ηπείρου και την αναζήτηση των πηγών του Νείλου, και παίρνει ένα καλό μάθημα αεροπλοήγησης. Στις Περιπέτειες του πλοιάρχου Χατεράς, ο ομώνυμος ήρωας φιλοδοξεί να είναι ο πρώτος που θα φτάσει στο Βόρειο πόλο, προς δόξα της πατρίδας του της Βρετανίας. Εγκαταλειμένος απο το πλήρωμά του, αγωνίζεται να επιβιώσει με τους λίγους πιστούς που τον ακολουθούν μέσα στα χιόνια, τους πάγους και το κρύο. Ο Βερν φανταζόταν τον ήρωά του να πεθαίνει μέσα σε ένα ηφαίστειο, αλλά ο Ετζέλ τον προτίμησε τελικά ζωντανό και τρελαμένο να επιστρέφει στην Αγγλία. Με παραστατικό τρόπο περιγράφονται οι δραματικές προσπάθειες εξερεύνησης των αρκτικών περιοχών της Γης, που ήταν τότε εντελώς άγνωστες πάνω απο τον 80ο παράλληλο.
Στο Ταξίδι στο κέντρο της Γης, ο καθηγητής Λίντεμπροκ αποκρυπτογραφεί ένα παλιό κείμενο που αναφέρεται στην ύπαρξη ενός περάσματος στο εσωτερικό της Γης, μέσα απο το σβησμένο ηφαίστειο Σνέφφελς στην Ισλανδία. Με τον ανηψιό του Άξελ και τον οδηγό τους Χανς εισδύουν στα έγκατα της Γης, ανακαλύπτουν ένα απίστευτο κόσμο με άγνωστη χλωρίδα και πανίδα και ταξιδεύουν με τη σχεδία τους σε μιά υπόγεια θάλασσα, κινδυνεύοντας απο προϊστορικά τέρατα. Καθώς φτάνουν στις πύλες της κόλασης, στο διάπυρο μάγμα που βρίσκεται κάτω απο το στερεό φλοιό της Γης, η έκρηξη του ηφαιστείου Στρόμπολι στη Σικελία παρασύρει τη σχεδία τους προς την επιφάνεια. Με αυτό το ελάχιστα πειστικό εύρημα, επιστρέφουν σώοι και αβλαβείς στην πολιτισμένο κόσμο για να διηγηθούν τις περιπέτειές τους.
Στο Από τη Γη στη Σελήνη, τα μέλη του Πυροβολικού συλλόγου της Βαλτιμόρης αποφασίζουν να αξιοποιήσουν τις τεχνικές τους γνώσεις - αποκτημένες στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου - στέλνοντας ένα βλήμα στην επιφάνεια της Σελήνης, σε απόσταση 380 000 χλμ. απο τη Γη. Ένας παράτολμος Γάλλος, ο Μισέλ Αρντάν (αναγραμματισμός του Ναντάρ) προτείνει να μπει στο βλήμα παίρνοντας μαζί του τον πρόεδρο του συλλόγου Μπαρμπικαν και τον αντιπρόεδρο Νίκολ για να δουν από κοντά το δορυφόρο της Γης και να εξακριβώσουν αν πράγματι κατοικείται. Το βλήμα εκτοξεύεται με επιτυχία από ένα τεράστιο κανόνι μήκους 300 μέτρων, την Κολομβιάδα, που κατασκευάζεται στη Φλόριδα (απ' όπου εκτοξεύτηκαν και οι αμερικανοί αστροναύτες του προγράμματος Απόλλων για τη Σελήνη). Ωστόσο, καμία επικοινωνία δεν υπάρχει ανάμεσα στη Γη και τους διαστημοναύτες του Βερν, των οποίων η τύχη αγνοείται. Στο δεύτερο τόμο (Γύρω απο τη Σελήνη, 1869) ο αναγνώστης μαθαίνει από πρώτο χέρι τη ζωή των ηρώων μέσα στο κατάλληλα διαρρυθμισμένο εσωτερικό του βλήματος και παίρνει μερικά υψηλού επιπέδου μαθήματα φυσικής, κοσμογραφίας και Σεληνογραφίας. Ο Βερν δεν παίρνει θέση για το αν υπάρχουν Σεληνίτες και καταφέρνει να φέρει πίσω τους τρεις φίλους στη Γη, κάτι που δεν προβλέπονταν αρχικά.
Στα Παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ, ο λόρδος Γκλέναρβαν και το πλήρωμα του ιστιοφόρου του βρίσκουν στο στομάχι ενός καρχαρία μια μποτίλια με το μισοσβησμένο μήνυμα του πλοιάρχου Γκραντ, όπου η μόνη ξεκάθαρη πληροφορία είναι οτι έχει ναυαγήσει με τους συντρόφους του κάπου στις 37 μοίρες νότιου γεωγραφικού πλάτους και περιμένουν απελπισμένοι βοήθεια. Ο Γκλέναρβαν και οι φίλοι του παίρνουν μαζί τους τα παιδιά του Γκράντ, τη Μαίρη και το Ρόμπερτ, καθώς και το γάλλο γεωγράφο Παγκανέλ και αρχίζουν μια τρελλή κουρσα γύρω απο τον 37ο νότιο παράλληλο. Μέσα από απίστευτες περιπέτειες με τα στοιχεία της φύσης και τους ανθρώπους, διασχίζουν διαδοχικά τη Νότια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όπου αιχμαλωτίζονται και στη συνέχεια δραπετεύουν από τους κανίβαλους Μαορί, για να βρούν τελικά τον Γκραντ σε ένα μικρό, άγνωστο νησί του Ειρηνικού. Στην πορεία, ο αναγνώστης μαθαίνει απο το στόμα του Παγκανέλ ολόκληρη την ιστορία των εξερευνήσεων του νότιου Ειρηνικού απο τον πλοίαρχο Κούκ και τους άλλους μεγάλους θαλασσοπόρους του 18ου αιώνα.
Στο 20.000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες πρωταγωνιστεί ο εμβληματικότερος ήρωας του Βερν, ο πλοίαρχος Νέμο, και το γνωστότερο απο τα μηχανήματα που επινόησε ο συγγραφέας, το υποβρύχιο Ναυτίλος. Καθώς το πλοίο τους βουλιάζει από την επίθεση του Ναυτίλου, ο γάλλος καθηγητής Αρονάξ, ο υπηρέτης του Σύμβουλος και ο καναδός φαλαινοθήρας Νεντ Λαντ αιχμαλωτίζονται απο τους ανθρώπους του Νέμο και υποχρεώνονται να τον ακολουθήσουν στον περίπλου του γύρω από τον κόσμο. Από τη «χρυσή φυλακή» τους μέσα στο εκπληκτικό μηχάνημα που κινείται με ηλεκτρισμό, οι τρεις αιχμάλωτοι παρακολουθούν έκθαμβοι εικόνες απο τον υποβρύχιο κόσμο, παλεύουν με γιγάντια καλαμάρια των βυθών, αλλά και ανακαλύπτουν την ανεξήγητα εγκληματική σκληρότητα του Νέμο για τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που βυθίζει με το Ναυτίλο. Ο μυστηριώδης πλοίαρχος, που το όνομα του σημαίνει «κανένας» στα λατινικά (φόρος τιμής του Βερν στον Ομηρικό Οδυσσέα) θα μπορούσε σήμερα να χαρακτηριστεί αναρχικός ή τρομοκράτης, κάτι που δημιούργησε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στο Βερν και τον Ετζέλ. Η ιστορία του γίνεται κατανοητή μόνο στο τέλος ενός άλλου κορυφαίου μυθιστορήματος του Βερν με τίτλο Το μυστηριώδες νησί.
Ο Βερν θα γράψει συνολικά κάπου ογδόντα μυθιστορήματα και μια εικοσαριά νουβέλες. Η συντριπτική πλειοψηφία των μυθιστορημάτων ανήκει στον κύκλο των «Θαυμαστών ταξιδιών» (Voyages Extraordinaires) και πραγματεύεται, σε διάφορες παραλλαγές, τα θέματα στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Μια δεκαριά απο τα έργα της ύστερης περιόδου, πολλά από τα οποία εκδόθηκαν μετά το θάνατο του Βερν στα 1905, έχουν γραφτεί (ή ξαναγραφτεί, με βάση τις σημειώσεις του συγγραφέα) από το μοναδικό γιο του, τον Μισέλ Βερν. Ο Βερν είναι γνήσιο τέκνο της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης που έφερε ο 19ος αιώνας. Στο χώρο της φυσικής η επιστημονική πρόοδος χαρακτηρίζεται απο την ανάπτυξη της θερμοδυναμικής, της επιστήμης που μελετά τις μετατροπές των διαφόρων μορφών ενέργειας (θερμότητας, φωτός, δυναμικής και κινητικής ενέργειας) απο τους Καρνό, Τζάουλ, Μέγιερ, κλπ., καθώς και απο την ανάπτυξη της ηλεκρομαγνητικής θεωρίας απο τους Φαρανταίυ και Μάξγουελ. Στο χώρο της τεχνολογίας έχουμε την ανάπτυξη των ατμομηχανών, την επινόηση των μηχανών εσωτερικής καύσης, τον μετασχηματιστή και τη γεννήτρια, τον ηλεκτρικό λαμπτήρα απο τον Τόμας Έντισον, το τηλέφωνο από τον Αλέξανδρο Γκράχαμ Μπελ, κλπ.
Παράλληλα, η βιομηχανική επανάσταση φέρνει την ανάπτυξη της αστικής τάξης και δημιουργεί έτσι ένα κοινό με ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο που διψάει να μάθει για τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής μέσα απο εκλαϊκευτικά έντυπα. Ο Βερν είναι «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη εποχή». Δεν είναι ο μόνος που ασχολείται με τα θέματα αυτά, έχει όμως σημαντικά ατού. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση, φροντίζει να έχει πάντα την κάλυψη ειδικών και εμπειρογνωμόνων για τα επιστημονικά και τεχνικά θέματα που πραγματεύεται. Ο αδελφός του, Πωλ Βερν, αξιωματικός του Ναυτικού, τον συμβουλεύει για οτιδήποτε σχετίζεται με πλοία και υποβρύχια, ιδιαίτερα για το Ναυτίλο. Ο εξάδελφος του Ανρύ Γκαρσέ, καθηγητής μαθηματικών, τον βοηθά στα μαθηματικά και την αστρονομία των δυο μυθιστορημάτων για τη Σελήνη. Ο μηχανικός Αλμπέρ Μπαντουρώ, της Πολυτεχνικής σχολής, καταστρώνει και λύνει τις περίπλοκες εξισώσεις που περιγράφουν την μετατόπιση του άξονα περιστροφής της Γης, του τιτάνιου έργου που αναλαμβάνουν τα μέλη του Πυροβολικού συλλόγου της Βαλτιμόρης είκοσι χρόνια μετά την επιστροφή του βλήματος από τη Σελήνη, στο έργο Άνω Κάτω (1888). Έχοντας εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική κάλυψη των έργων του (αν και όχι απόλυτα: αρκετά λάθη έχουν βρεθεί σε διάφορα βιβλία του), ο Βερν αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του να επινοήσει μερικές απο τις γνωστότερες μηχανικές κατασκευές της λογοτεχνίας: το Ναυτίλο του πλοιάρχου Νέμο πρώτα απο όλα, αλλά και το υποβρύχιο Τούγκ του πειρατή Κερ Καράτζ στο μυθιστόρημα Μπροστά στη σημαία (1894), το ελικόπτερο Άλμπατρος του Ροβήρου του κατακτητή στο ομώνυμο μυθιστόρημα (1885), το αυτοκίνητο- υποβρύχιο-αεροπλάνο Τρόμος, με το οποίο ο τρελαμένος Ροβήρος επανέρχεται στον Κυρίαρχο του κόσμου (1902), τον ατμοκίνητο σιδερένιο ελέφαντα με τον οποίο ο συνταγματάρχης Μούνρο και οι φίλοι του ταξιδεύουν στην Ινδία στο Ατμοκίνητο σπίτι (1879), το μηχανοκίνητο Ελικοφόρο νησί (1893) κλπ. Στα αντίστοιχα μυθιστορήματα, ο Βερν παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο μερικές από τις σημαντικότερες τεχνολογικές διαμάχες της εποχής: τη διαμάχη που αφορούσε την κατάκτηση του διαστήματος, ανάμεσα στους οπαδούς του βλήματος και σε αυτούς του πυραύλου, και τη διαμάχη σχετικά με την κατάκτηση του αέρα, ανάμεσα στους οπαδούς του ελαφρότερου απο τον αέρα μέσου (αερόστατο, αερόπλοιο) και του βαρύτερου απο τον αέρα (αεροπλάνο, ελικόπτερο). Στα περισσότερα έργα του, ο Βερν χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό (τη θαυματουργή «νεράιδα» του 19ου αιώνα) σε μεγάλη κλίμακα, είτε για την κίνηση των οχημάτων (Ναυτίλος, Αλμπατρος), είτε για τον ηλεκτροφωτισμό των πόλεων (της Φρανσβίλ στο έργο Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ (1878) ή των δυο πλωτών πόλεων στο Ελικοφόρο νησί). Εμφανίζεται έτσι στην αιχμή της τεχνολογικής προόδου. Ωστόσο, οι μόνες πηγές ηλεκτρικού ρεύματος που περιγράφει είναι οι ηλεκτρικές μπαταρίες, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι και οι ισχυρότερες μπαταρίες που μπορούμε να φανταστούμε αδυνατούν να κρατήσουν στον αέρα ένα ελικόπτερο σαν το Άλμπατρος. Χωρίς άλλες λεπτομέρειες προτείνει μπαταρίες ικανές να απορροφούν ενέργεια απο το θάλασσα για το Ναυτίλο ή απο τον αέρα για το Άλμπατρος...
Περισσότερο όμως κι από την τεχνολογία της εποχής του, το αληθινό πάθος του Βερν είναι η γεωγραφία και τα ταξίδια. Ο ίδιος έχει κάποιες ταξιδιωτικές εμπειρίες: το 1859 επισκέφθηκε την Αγγλία και τη Σκωτία, το 1861 τη Δανία και τη Νορβηγία, το 1867 τη Νέα Υόρκη και τους καταρράκτες του Νιαγάρα, έχοντας διασχίσει τον Ατλαντικό με το ατμόπλοιο Μεγάλος Ανατολικός (τις εντυπώσεις απο το ταξίδι αυτό τις χρησιμοποίησε στο έργο του Η Πλωτή πολιτεία(1869)). Με το σκαφος του Αγιος Μιχαήλ ΙΙΙ, πραγματικό καράβι μήκους 33 μέτρων και με πλήρωμα 10 αντρών, έκανε τέσσερεις κρουαζιέρες στη Μεσόγειο, τη Βόρεια θάλασσα και τη Βαλτική. Αλλά τα περισσότερα ταξίδια του τα πραγματοποίησε πάνω στους χάρτες και με τη βοήθεια γεωγραφικών συγγραμάτων. Όπως εξηγεί στην αλληλογραφία με φίλους και θαυμαστές του, κύριος στόχος του είναι η διδασκαλία της γεωγραφίας, η περιγραφή της Γης. «Για κάθε χώρα, χρειάστηκε να επινοήσω ένα καινούριο μύθο, οι χαρακτήρες είναι δευτερεύοντες... Στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο, ήθελα να περιγράψω την Αφρική. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να μεταφέρω τους ταξιδιώτες μου στην Αφρική παρά με το αερόστατο, κι έτσι το εισήγαγα στην ιστορία.»
Τα μυθιστορήματα του Βερν διακρίνονται απο τη μεθοδικά στημένη πλοκή και απο τις απρόσμενες ανατροπές καταστάσεων, κάτι στο οποίο τον βοήθησε η σύντομη θητεία του σα συγγραφέας θεατρικών έργων. Άλλωστε, τα περισσότερα χρήματά του τα κέρδισε όχι από τα βιβλία του, αλλά από τη θεατρική προσαρμογή κάποιων από αυτά και κύρια του Γύρου του κόσμου σε 80 μέρες (1874) και του Μιχαήλ Στρογγώφ (1880), που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Οι ήρωες των έργων του, κύρια Άγγλοι ή Αμερικανοί, είναι εντελώς προβλέψιμοι, ολοκληρωτικά αφιερωμένοι στην επιτυχία των στόχων τους και δε χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιφάσεις. Ο κυριότερος, ίσως, εκπρόσωπός τους, είναι ο αμερικανός μηχανικός Κύρος Σμιθ. Στο Μυστηριώδες νησί (1873), ο Σμιθ καταφέρνει να δραπετεύσει (με αερόστατο!) με τέσσερις συντρόφους του απο τη φυλακή των Νοτίων στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου. Ναυαγούν σε ένα έρημο νησί του Ειρηνικού, αλλά αντίθετα με το Ροβινσώνα Κρούσο (που κατάφερε να ανακτήσει πάμπολλα αντικείμενα απο το ναυγισμένο πλοίο του), δεν έχουν στη διάθεσή τους το παραμικρό εργαλείο. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τις γνώσεις και την εξυπνάδα τους καταφέρνουν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να στήσουν μια πραγματική μικρή αποικία, περνώντας μέσα σε μερικά χρόνια από όλα τα στάδια του πολιτισμού. Προς το τέλος του έργου, κάποια μυστηριώδη γεγονότα που τους συνέβαιναν αυτό το διάστημα εξηγούνται όταν ανακαλύπτουν ότι το νησί τους είχε ένα πολύ παλιότερο κάτοικο: τον πλοίαρχο Νέμο, που τον βρίσκουν μόνο και ετοιμοθάνατο στο μισοκατεστραμμένο Ναυτίλο και που όλος ο κόσμος τον θεωρούσε νεκρό, έπειτα από τον βομβαρδισμό του μυστικού κρησφύγετού του από το αγγλικό ναυτικό, κάπου είκοσι χρόνια πριν. Εκεί ο αναγνώστης μαθαίνει για πρώτη φορά την ταυτότητα του ινδού πρίγκηπα Νέμο και την αιτία του μίσους για του Άγγλους αποικιοκράτες, που είχαν εξοντώσει ολόκληρη την οικογένειά του (ο Βερν δεν αναφέρει τίποτα σχετικό στο 20.000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες). Η στιγμή της συνάντησης του Σμιθ, του μηχανικού που με τις εφευρέσεις και τις ικανότητές του επέτρεψε στους συντρόφους του να ζήσουν, και του Νέμο, του επαναστάτη που με την εφεύρεσή του σκορπούσε το θάνατο, αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές στο έργο του Βερν. Διφορούμενος όσο και τραγικός ήρωας, ο Νέμο αναρωτιέται αν έκανε καλά η όχι. Κι ο Βερν αποφεύγει να πάρει θέση, απαντώντας με το στόμα του Σμιθ: «Καπετάνιε, τα λάθη σας είναι από αυτά που άλλοι θαυμάζουν και άλλοι επικρίνουν, αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα δικάσει και η ανθρώπινη λογική πρέπει να συγχωρέσει... Η Ιστορία αγαπά την ηρωική τρέλλα, ακόμη κι όταν καταδικάζει τα αποτελέσματά της». Κατά περίεργο τρόπο, ο πιστός καθολικός Βερν είχε βάλει σαν τελευταία λέξη στο στόμα του Νέμο τη λέξη «Ανεξαρτησία!», αλλά ο Ετζέλ, αν και άθεος, τον υποχρέωσε να το αλλάξει σε «Θεός και πατρίδα!» για εμπορικούς λόγους...
Η επίδραση του έργου του Βερν υπήρξε τεράστια. Οι «πατέρες» της αστροναυτικής, ο Ρώσος Κονσταντίν Τσιολκοφσκι και ο Γερμανός Χέρμαν Ομπερθ, ο κατακτητής του Νότιου Πόλου αμερικανός πλοίαρχος Τζεημς Μπερντ, ο γάλλος πλοίαρχος Ζακ Υβ Κουστώ, εξερευνητής των ωκεανών, ο σοβιετικός κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν, ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα, και πολλοί άλλοι, αναγνώρισαν τη σημασία των βιβλίων και των ιδεών του Βερν στα δικά τους επιτεύγματα. Τα βιβλία του μεταφράζονται συνεχώς και είναι σήμερα ο πιο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο, μετά τη βρετανίδα Αγκάθα Κρίστι. Ωστόσο ο Βερν δεν αντιμετώπιζε με απλοϊκή αφέλεια την τεχνολογική πρόοδο. Είχε απόλυτη επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονεί για την κοινωνία. Στο διήγημα του Το Παρίσι στον 20ο αιώνα, που γράφτηκε όταν ήταν 22 χρόνων και εκδόθηκε ενενήντα χρόνια μετά το θάνατο του (αφού ο Ετζέλ το είχε απορρίψει) περιγράφει το Παρίσι του 1960 σαν μια πόλη όπου κυριαρχεί η μόλυνση και το κυνήγι του κέρδους, όπου η οικονομία και το εμπόριο επικρατούν σε βάρος των κλασικών σπουδών, των γραμμάτων και της μουσικής, όπου τα αγγλικά έχουν επικρατήσει σε βάρος των γαλλικών. Ανίκανος να επιβιώσει με τη μουσική του, ο ήρωάς του καταφεύγει στο νεκροταφείο του Περ Λασαίζ και λιποθυμάει πάνω σε ένα τάφο, αφού καταραστεί την απάνθρωπη πόλη.
Τι μένει απο το έργο του Βερν σήμερα, που χιλιάδες αεροπλάνα πολύ μεγαλύτερα και γρηγορότερα από αυτά που φαντάστηκε διασχίζουν καθημερινά τον αέρα, που πυρηνοκίνητα υποβρύχια ικανά να καταστρέψουν ολόκληρες χώρες κρύβονται για μήνες στα βάθη των ωκεανών χωρίς να χρειάζεται να αναδυθούν, που εικόνες και πληροφορίες από οποιοδήποτε σημείο της Γης μεταφέρονται αστραπιαία σε ολόκληρο τον πλανήτη, που ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και οι διαστημοσυσκευές του εξερευνούν συστηματικά τα πέρατα του ηλιακού συστήματος; Μένει αυτή η προαιώνια λαχτάρα του ανθρώπου να γνωρίσει καλύτερα τον κόσμο που τον περιβάλλει, και η πίστη ότι μπορεί να τον αλλάξει στηριγμένος στις δυνάμεις του, στη συσσωρευμένη ανθρώπινη γνώση. Το πρώτο αντιστοιχεί στο αριστοτελικό «πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» (όλοι οι άνθρωποι, από τη φύση τους, θέλουν να μαθαίνουν). Το δεύτερο είναι απλά το προμηθεϊκό όραμα, η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος να υφίσταται για πάντα τη σκληρή, μονότονη πραγματικότητα, αλλά μπορεί να την ανατρέψει, περνώντας έτσι σε ένα ανώτερο στάδιο της εξέλιξής του. «Δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια, υπάρχει μόνο η ανθρώπινη θέληση, περισσότερο ή λιγότερο δυνατή» έλεγε ο Βερν μέ το στόμα του πλοιάρχου Χατεράς.
*Νίκος Πράντζος, Βόλος, Ιούλιος 2014
**Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου Θεσσαλία στις 27 Ιουλίου 2014
Η Οδύσσεια του Διαστήματος
Η Οδύσσεια του Διαστήματος
Σαράντα χρόνια κλείνουν φέτος απο τις 21 Ιουλίου 1969 (σ.σ. το άρθρο έχει γραφεί το 2009), που ο Αμερικανός αστροναύτης Νηλ Αρμστρονγκ πραγματοποιούσε πάνω στη Σελήνη «ένα μικρό βήμα γι αυτόν, ένα γιγάντιο άλμα για την ανθρωπότητα». Το επίτευγμα αυτό του πληρώματος του διαστημοπλοίου Απόλλων 8 αποτελεί την κορύφωση της διαστημικής εποποιίας, που άρχισε με την εκτόξευση του Σπούτνικ απο του Σοβιετικούς το 1957. Ορισμένα από τα διαστημικά όνειρα της περιόδου εκείνης έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, τα πιο πολλά όμως εξακολουθούν να παραμένουν απρόσιτα ακόμη και σήμερα. Με αφορμή τη χρονιά που διανύουμε, αξίζει τον κόπο να δούμε την εξέλιξη της διαστημικής ουτοπίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Θα πρέπει από την αρχή να τονιστεί ότι το όνειρο ενός «διαστημικού μέλλοντος» είναι αποκλειστικό προϊόν του 20ου αιώνα. Η ιδέα αυτή μπορεί να φανεί περίεργη, παίρνοντας υπόψη ότι περιγραφές διαστημικών ταξιδιών εμφανίζονται αρκετά νωρίς στην ιστορία της λογοτεχνίας. Από την αρχαιότητα ως την Αναγέννηση δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που στέλνουν τους ήρωες των έργων τους στη Σελήνη και σε άλλα ουράνια σώματα, όπως ο Λουκιανός στον «Ικαρομένιππο», ο Αριόστο στον «Μαινόμενο Ορλάνδο», ο Κέπλερ στο «Όνειρο», κλπ. Όμως το ουσιαστικό «κίνητρο» αυτών των φανταστικών ταξιδιών δεν είναι η εξερεύνηση του αγνώστου αλλά η κοινωνική κριτική. Όπως οι ουτοπιστές φιλόσοφοι (Τομάσσο Καμπανέλλα με την «Πολιτεία του Ήλιου», Τόμας Μουρ με την «Ουτοπία», κλπ.) έτσι και οι πρώτοι «βάρδοι» των διαστημικών ταξιδιών θέλουν να προτείνουν μια μορφή ιδανικής κοινωνίας, απαλλαγμένης από την αδικία και τη μιζέρια. Απλά οι μεν τοποθετούν την ουτοπική τους κοινωνία στον ουρανό ενώ οι δε καταφέρνουν να βρουν κάποιο ανεξερεύνητο μέρος στην επιφάνεια της Γης για να εγκαταστήσουν τις ιδανικές τους πολιτείες. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους ουτοπιστές κατέχει ο Άγγλος Francis Bacon (Φραγκίσκος Βάκων). Στο βιβλίο του «Καινούρια Ατλαντίδα» που γράφτηκε το 1627, ο ήρωας διασχίζει τον ωκεανό και ανακαλύπτει έκθαμβος τα τεχνολογικά επιτεύγματα της χώρας Μπενσαλέμ, υποβρύχια, αεροπλάνα και διαστημόπλοια. Η κοινωνία είναι οργανωμένη γύρω από το εμπόριο, την επιστήμη και την τεχνολογία και όλοι οι κάτοικοί της επωφελούνται από την πρόοδο σε αυτούς τους τομείς.
Η ιδέα ότι η επιστήμη μπορεί να αποφέρει υλικά οφέλη αν απαλλαγεί από την τροχοπέδη του θρησκευτικού δογματισμού ανήκει στον Bacon. Μπορεί να φαίνεται προφανής σήμερα, αλλά για τον 17ο αιώνα ήταν σίγουρα επαναστατική. Η περίφημη φράση του Bacon «Γνώση = Δύναμη» αποδίδει περίφημα την ουσία του τεχνολογικού πολιτισμού μας. Το έργο του Bacon άσκησε τεράστια επίδραση στο Δυτικό κόσμο, αλλά τα αποτελέσματά της άργησαν να εκδηλωθούν γιατί η εξέλιξη της κοινωνίας ήταν ακόμη πολύ αργή. Για πολλές γενιές μετά την Αναγέννηση, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν και να εργάζονται με τρόπο που ελάχιστα διέφερε από τον αντίστοιχο των προγόνων τους. Ήταν πολύ δύσκολο στις συνθήκες αυτές να ονειρευτεί κανείς ένα μέλλον διαφορετικό από το παρόν, και ακόμη δυσκολότερο ένα μέλλον «διαστημικό». Μόλις στον 19ο αιώνα, χάρη στη βιομηχανική επανάσταση, μπόρεσαν οι άνθρωποι να δουν τον κόσμο γύρω τους να αλλάζει αισθητά στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. 1 Από τη στιγμή αυτή γίνεται δυνατή η προβολή στο μέλλον και ο οραματισμός ενός κόσμου αλλαγμένου από τον άνθρωπο χάρη στις εφαρμογές της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Ο Αλμπέρ Ρομπιντά και ο Ιούλιος Βερν στη Γαλλία, ο Χέρμπερτ Τζωρτζ Γουέλς στην Αγγλία και πολλοί άλλοι, είναι τα «παιδιά» αυτού του αιώνα της ατμομηχανής και του ηλεκτρισμού. Ειδικά ο Βερν και ο Γουελς ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα τα διαστημικά όνειρα του παρελθόντος, μέσα σε ένα πλαίσιο πιο «μοντέρνο» και συμβατό με την τεχνολογική ανάπτυξη της εποχής. Παρά τις προσπάθειές τους όμως, οι πρόδρομοι αυτοί της επιστημονικής φαντασίας δεν καταφέρνουν να προτείνουν πειστικές λύσεις για τη μεταφορά του ανθρώπου στο διάστημα. Στο βιβλίο του «Από τη Γη στη Σελήνη» ο Βερν προτείνει την εκτόξευση του πληρώματος με ένα τεράστιο κανόνι, την περίφημη «Κολομβιάδα» (κάτι που στην πραγματικότητα θα σκότωνε ακαριαία τους επιβάτες από την τρομακτική επιτάχυνση και την υπερθέρμανση απο την τριβή με την ατμόσφαιρα), ενώ στο έργο του «Οι Πρώτοι Άνθρωποι στη Σελήνη» ο Γουελς επινοεί ένα υλικό με απίθανες αντι-βαρυτικές ιδιότητες, τον «καβορίτη». Για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα χρειαζόταν ένας άλλος δρόμος.
Ο πρώτος που τελικά βρίσκει τα «κλειδιά» που θα ανοίξουν τις πύλες του διαστήματος στον άνθρωπο είναι ο Ρώσος Κωνσταντίνος Τσιολκόφσκι, δάσκαλος στο μικρό χωριό Καλούγκα, κοντά στη Μόσχα. Ο Τσιολκόφσκι καταλαβαίνει ότι το μόνο μέσο που επιτρέπει τη μετακίνηση στο διαστημικό κενό είναι ο πύραυλος, που βασίζεται στην αρχή «δράση = αντίδραση» του Νεύτωνα, και το 1895 διατυπώνει την περίφημη εξίσωση της πυραυλικής κίνησης. Εισηγείται ακόμη την ιδέα υγρών καυσίμων για τους πυραύλους, ειδικών στολών για την αντιμετώπιση των αντίξοων συνθηκών του διαστήματος (κενό, ψύχος), καθώς και την ιδέα πολυώροφων πυραύλων. Όμως ο Τσιολκόφσκι είναι κύρια ένας οραματιστής: τα διαστημικά ταξίδια είναι για αυτόν το μέσο και όχι ο σκοπός. Σε μια σειρά έργων του, με αποκορύφωμα το «Όνειρα του Ουρανού και της Γης» (γραμμένο το 1907), οραματίζεται την κατασκευή διαστημικών αποικιών σε τροχιά γύρω από τη Γη, την χρήση της ηλιακής ενέργειας για την πυραυλική προώθηση και για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας γενικότερα, την εκμετάλλευση των υλικών των αστεροειδών κλπ. Η έξοδος του ανθρώπου στο διάστημα είναι κατά τη γνώμη του αναπόφευκτη και θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εποχής για το ανθρώπινο είδος. Την πίστη του αυτή αποδίδει η πασίγνωστη φράση του «η Γη είναι το λίκνο της ανθρωπότητας, αλλά κανείς δεν περνάει όλη του τη ζωή στο λίκνο του». Χάρη στους προμηθεϊκούς οραματισμούς του, που συμφωνούν με την ιδέα του «νέου ανθρώπου» της μπολσεβίκικης επανάστασης, ο Τσιολκόφσκι εκλέγεται μέλος της σοβιετικής ακαδημίας επιστημών το 1918 και γνωρίζει δόξες και τιμές ως το θάνατό του το 1935. Θεωρείται γενικά σαν ο θεμελιωτής της επιστήμης της αστροναυτικής.
Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η διαστημική ουτοπία καλλιεργείται από δυο επιφανείς εκπροσώπους της επιστημονικής και μαρξιστικής διανόησης στη Βρετανία, τον φυσικό Τζών Μπέρναλ και τον βιολόγο Τζών Μπέρτον Σάντερσον Χαλνταίην. Πιστεύοντας ότι οι φυσικές επιστήμες, συνδυασμένες με μια «επιστημονική» θεωρία της κοινωνίας (τον μαρξισμό), πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξουν τον κόσμο, οι δυο διανοητές προτείνουν τα δικά τους οράματα για το απώτερο μέλλον της ανθρωπότητας, στα οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει το διάστημα. Στο περίφημο βιβλίο του «Ο Κόσμος, η Σάρκα και ο Διάβολος» (1927) ο Μπέρναλ οραματίζεται την μελλοντική εξάπλωση του είδους μας στο Γαλαξία μέσα σε τεράστια διαστημόπλοια, πραγματικές μικρογραφίες του «διαστημόπλοιου Γη», που θα μεταφέρουν δεκάδες χιλιάδες επιβάτες το καθένα. Στο διήγημα του «Η Τελική Κρίση» ο Χαλνταίην προβλέπει τον εποικισμό της Αφροδίτης από ανθρώπους με γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, προσαρμοσμένους στις εχθρικές συνθήκες του αδελφού-πλανήτη μας. Όχι μόνο οι φυσιολογικές αλλά και οι διανοητικές και οι ψυχολογικές ιδιότητες των εποίκων τροποποιούνται, έτσι ώστε η κοινωνία της Αφροδίτης να μοιάζει περισσότερο με μια κοινωνία δυο μυρμηγκιών όπου το συμφέρον του ατόμου υποτάσσεται «αβίαστα» στο υπέρτερο συμφέρον του είδους. Οι ιδέες του Τσιολκόφσκι, του Μπέρναλ, του Χαλνταίην και του Γουέλς (που ήταν επίσης διακεκριμένη μορφή του σοσιαλιστικού κινήματος) επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τους οραματισμούς για το διαστημικό μέλλον της ανθρωπότητας.
Σε πρακτικό επίπεδο όμως, κινητήριος μοχλός προόδου υπήρξε ο πόλεμος, «πατήρ πάντων» κατά τον Ηράκλειτο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο 30χρονος Βέρνερ φον Μπράουν, στηριγμένος στα σχέδια του συμπατριώτη του Χέρμαν Όμπερθ (γνώστη και θαυμαστή του έργου του Τσιολκόφσκι) κατασκευάζει για τη χιτλερική Γερμανία τους πυραύλους V2 στη μυστική βάση του Πεενεμούντε. Μερικές χιλιάδες V2 πέφτουν στη Βρετανία και τρομοκρατούν τους κατοίκους της αλλά ευτυχώς δεν καταφέρνουν να αναστρέψουν τη ροή του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Με τη λήξη του πολέμου, ο φον Μπράουν και οι περισσότεροι συνεργάτες του μεταφέρονται στις Η.Π.Α. και οι υπόλοιποι στη Σοβιετική Ένωση, για να συμβάλουν στην ανάπτυξη των πυραυλικών συστημάτων των δυο υπερδυνάμεων. Μέσα στα πλαίσια του Ψυχρού πολέμου οι πύραυλοι χρησιμεύουν ταυτόχρονα σαν απειλητικά υπερόπλα (ικανά να εκτοξεύσουν πυρηνικές βόμβες στο έδαφος του αντιπάλου) και σαν σύμβολα τεχνολογικής υπεροχής στον ανταγωνισμό για την κατάκτηση του διαστήματος. Στον αγώνα αυτό οι Σοβιετικοί κάνουν την καλλίτερη εκκίνηση, χάρη στις ικανότητες του θρυλικού Σεργκέϊ Κορολιώφ (το όνομα του οποίου κρατήθηκε μυστικό από ολόκληρο τον κόσμο μέχρι το θάνατο του το 1966). Καταφέρνουν έτσι να στείλουν τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο (Σπούτνικ, 1957) και τον πρώτο άνθρωπο (Γκαγκάριν, 1961) σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Όμως οι Αμερικανοί δεν αργούν να αντιδράσουν και ο πρόεδρος Τζών Φ. Κέννεντυ αναγγέλλει το 1961 το περίφημο πρόγραμμα Απόλλων, ο στόχος του οποίου επιτυγχάνεται οχτώ χρόνια αργότερα: στις 21 Ιουλίου 1969 ο Νηλ Αρμστρονγκ πραγματοποιεί τα όνειρα του Λουκιανού, του Αριόστο και τόσων άλλων, αφήνοντας το αποτύπωμα του πάνω στη Σελήνη (και στην ιστορία). Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 αποτελούν τη χρυσή εποχή των διαστημικών οραματισμών. Μέσα σε μια δεκαετία ο άνθρωπος καταφέρνει να δαμάσει την πυρηνική ενέργεια και να κατασκευάσει πυραύλους και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η τεχνολογική αυτή «έκρηξη» τροφοδοτεί τις μεγαλύτερες ελπίδες, τα πιο τρελά όνειρα για ένα λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας στο διάστημα. Η καλλίτερη περιγραφή αυτού του μέλλοντος βρίσκεται αναμφισβήτητα στη «μυθική» ταινία επιστημονικής φαντασίας «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος», που γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στο αριστούργημα αυτό του σκηνοθέτη Στάνλευ Κιούμπρικ και του συγγραφέα Άρθουρ Κλαρκ περιγράφονται με εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς και επιστημονικής ακρίβειας όλα τα θαυμαστά διαστημικά επιτεύγματα που οι ονειροπόλοι της δεκαετίας του ’60 περίμεναν από τον 21ο αιώνα: επανδρωμένοι διαστημικοί σταθμοί σε τροχιά γύρω από τη Γη, βάσεις στη Σελήνη, διαπλανητικά ταξίδια με πανίσχυρα διαστημόπλοια προωθούμενα με πυρηνική ενέργεια, «έξυπνοι» ηλεκτρονικοί υπερυπολογιστές, κλπ. Όμως, στα 48 χρόνια που πέρασαν από την πρεμιέρα της ταινίας, τον Ιούνη του 1968, ελάχιστη πρόοδος σημειώθηκε σε όλους αυτούς τους τομείς.
Είναι αλήθεια ότι εκατοντάδες τεχνητοί δορυφόροι περιστρέφονται σήμερα γύρω από τον πλανήτη μας, επιτελώντας ένα πλήθος λειτουργιών. Η παρατήρηση της Γης (τηλεπισκόπηση) επιτρέπει την πρόβλεψη του καιρού, τον εντοπισμό πρώτων υλών (π.χ. κοιτασμάτων πετρελαίου ή μετάλλων), την παρακολούθηση της πορείας φυσικών και ανθρωπογενών φαινομένων (κυκλώνες, πυρκαγιές, εντατική υλοτόμηση τροπικών δασών, ερημοποίηση, τρύπα του όζοντος, τήξη πολικών πάγων κλπ.) . Η μεταβίβαση ραδιοκυμάτων από και προς κάθε σημείο της Γης επιτρέπει την άμεση σύνδεση του συνόλου του παγκόσμιου πληθυσμού 3 (τηλεόραση, τηλεπικοινωνίες) και τον ακριβή εντοπισμό οποιουδήποτε οχήματος (με σημαντικές επιπτώσεις στις αεροπορικές, θαλάσσιες και χερσαίες συγκοινωνίες). Τέλος, είναι γνωστός ο ρόλος των κατασκοπευτικών δορυφόρων στο διεθνές στρατηγικό και γεωπολιτικό «παιχνίδι». Είναι αδύνατο να φανταστούμε το σημερινό, τεχνολογικό πολιτισμό μας χωρίς την ύπαρξη των εκατοντάδων επιγόνων του Σπούτνικ. Κι ωστόσο, τα «μάτια» των δορυφόρων αυτών είναι συνεχώς στραμμένα προς το «εσωτερικό διάστημα», τον πλανήτη μας, και όχι προς το εξωτερικό διάστημα που ονειρεύονταν ο Τσιολκόφσκι και ο φον Μπράουν. Είναι πολύ λίγες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μεταφορά αστροναυτών στο κοντινό διάστημα (με το Διαστημικό λεωφορείο, προς το Διεθνή διαστημικό σταθμό), και έχουμε ουσιαστικά παραιτηθεί από τα σχέδια επιστροφής στη Σελήνη ή ταξιδιού στον Άρη.
Το μεγάλο εμπόδιο στο λαμπρό διαστημικό μέλλον που φανταζόμαστε στη δεκαετία του 1960 είναι η αδυσώπητη βαρυτική έλξη της Γης. Για να την υπερνικήσουν οι πύραυλοι (και το Διαστημικό λεωφορείο της ΝΑΣΑ) χρειάζονται χιλιάδες τόνους χημικών καυσίμων, με αποτέλεσμα το κόστος μεταφοράς ενός κιλού ωφέλιμου φορτίου σε τροχιά γύρω από τη Γη να ανέρχεται σε είκοσι χιλιάδες δολάρια. Με άλλα λόγια, μας χρειάζεται ένα μεταφορικό μέσο πολύ φτηνότερο και λιγότερο επικίνδυνο από τους κλασικούς πυραύλους μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να βγούμε στην άμεση διαστημική «γειτονιά» μας. Έτσι, το 1960 ο σοβιετικός μηχανικός Γιούρι Αρτσουτάνοφ προτείνει τη χρήση ενός γιγάντιου καλωδίου μήκους 36 000 χιλιομέτρων για τη σύνδεση ενός σημείου του ισημερινού της Γης με ένα «γεωστατικό» δορυφόρο (που γυρίζει γύρω από τη Γη σε 24 ώρες και σε ύψος 36 000 χιλιομέτρων, μένοντας συνεχώς πάνω από τον ίδιο τόπο). Γλιστρώντας κατά μήκος αυτού του διαστημικού ασανσέρ με υπερηχητική ταχύτητα, εκατοντάδες θαλαμίσκοι θα μετέφεραν σε μερικές ώρες ανθρώπους και φορτία σε γεωστατική τροχιά χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια για την κίνησή τους.
Μοναδικό πρόβλημα αυτής της ιδέας είναι ότι το καλώδιο θα έπρεπε να κατασκευαστεί από υλικά εκπληκτικής ελαφρότητας και αντοχής, που προς το παρόν δεν υπάρχουν. Το πιο δημοφιλές και τεκμηριωμένο σχέδιο της δεκαετίας του 1960 αφορά την κατασκευή διαστημικών αποικιών σε τροχιά γύρω από τη Γη. Ο αμερικανός φυσικός Τζέραλντ Ο’Νήλ και οι φοιτητές του τού πανεπιστημίου του Πρίνστον παρουσιάζουν το 1968 λεπτομερή σχέδια αυτών των αποικιών: δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα μπορούν όχι μόνο να εργάζονται αλλά και να ζουν μόνιμα μέσα σε τεράστιες κυλινδρικές κατασκευές μήκους πολλών χιλιομέτρων, εφοδιασμένες με τεχνητές βιόσφαιρες (κλειστά, αυτόνομα συστήματα που περιλαμβάνουν ατμόσφαιρα, χλωρίδα, πανίδα και τεχνητή βαρύτητα). Αυτές οι «διαστημικές νησίδες» θα επέτρεπαν στους κατοίκους τους να ζουν σε αυτάρκεια και με τους δικούς τους νόμους, μακριά από την εξουσία των καθεστώτων της Γης και τη μόλυνση των γήινων πόλεων. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν την απάντηση της φυσικής του 20ου αιώνα στις προτάσεις ουτοπικών κοινωνιών των στοχαστών του παρελθόντος.
Ο υπεραισιόδοξος Ο’Νήλ εκτιμά ότι η κατασκευή της πρώτης αποικίας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στη δεκαετία του 1980 και ότι το κόστος της δεν θα υπερέβαινε αυτό του προγράμματος Απόλλων, που άγγιξε τα 100 δις. δολλάρια. Όμως, μόλις το 1998 και για ένα παρόμοιο κόστος η ΝΑΣΑ αρχίζει την κατασκευή του Διεθνούς διαστημικού σταθμού, που συνεχίζεται ακόμη και που θα μπορεί να φιλοξενεί για μικρά σχετικά διαστήματα έξη αστροναύτες το πολύ, σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας… Αλλά γιατί να πάει να ζήσει κανείς έγκλειστος σε τεχνητούς διαστημικούς παράδεισους τη στιγμή που μπορεί να εγκατασταθεί στην επιφάνεια ενός πλανήτη; Είναι αλήθεια ότι η Σελήνη, ο Άρης και η Αφροδίτη είναι σχεδόν το ίδιο αφιλόξενοι με τον άδειο διαστημικό χώρο, αλλά θα μπορούσαμε ίσως να τροποποιήσουμε τις συνθήκες στην επιφάνειά τους ώστε 4 να την καταστήσουμε κατοικήσιμη από τον άνθρωπο. Πρόκειται για την ιδέα της γεωποίησης (terraforming), λέξη που επινοήθηκε από τον αμερικανό συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Τζακ Γουίλιαμσον το 1942. Ο Άρης είναι αυτός που κάνει τους επιστήμονες να ονειρεύονται, γιατί είναι το μόνο αντικείμενο του Ηλιακού συστήματος που φαίνεται ότι μπορεί πράγματι να γεωποιηθεί.
Για να το πετύχουμε, «αρκεί» σε μια πρώτη φάση να πυκνώσουμε και να θερμάνουμε την τωρινή κρύα και αραιή ατμόσφαιρά του με δισεκατομμύρια τόνους αερίων που προκαλούν το γνωστό «φαινόμενο θερμοκηπίου» (όπως το διοξείδιο του άνθρακα, που υπάρχει άφθονο στους παγωμένους πόλους του κόκκινου πλανήτη). Στη συνέχεια, θα πρέπει να εμπλουτίσουμε την ατμόσφαιρα με οξυγόνο εισάγοντας τεράστιες ποσότητες από ανθεκτικά, πρωτόγονα φυτά που δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα και εκλύουν οξυγόνο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μακροπρόθεσμο σχέδιο, γιατί η εκτέλεσή του θα χρειαστεί τουλάχιστο μερικές χιλιετίες, σύμφωνα με τις πιο τεκμηριωμένες εκτιμήσεις. Θα είχαμε όμως στη διάθεσή μας μια δεύτερη Γη, σημαντικό όφελος στην περίπτωση που η πρώτη καταστρέφονταν από αίτια φυσικά (σύγκρουση με μεγάλο αστεροειδή) ή τεχνητά (πυρηνικό ή βιολογικό ολοκαύτωμα)…
Αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια μας κάνουν να ονειρευόμαστε, όμως οι ενδεχόμενοι επενδυτές, από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, έχουν ανάγκη από σχέδια που να αποφέρουν ουσιαστικό κέρδος σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Το 1968 ο βαρόνος Χίλτον, ιδρυτής της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων, ονειρεύεται την κατασκευή διαστημικών ξενοδοχείων σε τροχιά γύρω από τη Γη. Σπορ σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας και περίπατοι στο διάστημα θα είναι μερικές από τις ατραξιόν που θα προτείνονται στους πελάτες. Ο αμερικανός μηχανικός Ντάντριτζ Κόουλ ξαναπιάνει το 1964 μια παλιά ιδέα του Τσιολκόφσκι και προτείνει την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου των αστεροειδών, αυτών των γιγάντιων βράχων που περιφέρονται στο Ηλιακό μας σύστημα. Τα πτητικά υλικά τους (υδρογόνο, άζωτο, οξυγόνο) θα χρησίμευαν σαν χημικά καύσιμα στους πυραύλους μας και στις τεχνητές βιόσφαιρες των διαστημικών αποικιών μας, ενώ τα βαριά μέταλλα (σίδηρος, νικέλιο, κοβάλτιο, αλουμίνιο, τιτάνιο, κλπ.) θα χρησίμευαν για την βιομηχανία της Γης και για τις διάφορες διαστημικές κατασκευές. Η εμπορική αξία ενός μέσου μεγέθους αστεροειδούς, διαμέτρου ενός χιλιομέτρου, εκτιμάται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Για την αποτελεσματική εκμετάλλευσή τους θα χρειαζόταν να μετακινήσουμε τα αντικείμενα αυτά σε περίγεια τροχιά, κάτι που θα δημιουργούσε και θέσεις εργασίας σε καινούρια επαγγέλματα, όπως αυτό του «αστρο-μεταλλωρύχου» η του «καου-μπόυ του διαστήματος»…
Ακόμη περισσότερο και από τον ορυκτό πλούτο, η ενέργεια αποτελεί το σημαντικότερο αγαθό της κοσμικής γειτονιάς μας. Ένα σπάνιο ελαφρό στοιχείο, το ήλιο-3, ανύπαρκτο στη Γη, υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα στην επιφάνεια της Σελήνης και θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν καύσιμο στους αντιδραστήρες θερμοπυρηνικής σύντηξης (που αναμένεται ότι θα κατασκευαστούν στις επόμενες δεκαετίες), προμηθεύοντας μας «καθαρή» ενέργεια για πολλούς αιώνες. Όμως η σημαντικότερη πηγή ενέργειας στο Ηλιακό μας σύστημα είναι το ίδιο το άστρο της ζωής, ο Ήλιος μας. Μόλις το ένα δισεκατομμυριοστό της κολοσσιαίας ενέργειας που εκλύει προσπίπτει στην επιφάνεια της Γης και των άλλων πλανητών, ενώ το υπόλοιπο χάνεται στα βάθη του διαστήματος. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η τρομακτική «σπατάλη», ο βρετανός Φρήμαν Ντάισον του Πανεπιστημίου του Πρίνστον (ένας από τους κορυφαίους φυσικούς του 20ου αιώνα) προτείνει το 1960 την κατασκευή ενός γιγάντιου συστήματος από ηλιακά πανώ γύρω από τον Ήλιο, έτσι ώστε να ανακτάται το σύνολο της εκπεμπόμενης ενέργειας.
Η σφαίρα του Ντάισον, όπως είναι γνωστή, θα επέτρεπε σε έναν πολιτισμό εκατομμύρια φορές πιο σπάταλο ενεργειακά από τον δικό μας να επιζήσει ως το θάνατο του Ήλιου, πέντε δισεκατομμύρια χρόνια στο μέλλον. Πρόκειται αναμφισβήτητα για το μεγαλύτερο «έργο υποδομής» που θα μπορούσαμε να φανταστούμε μέσα στο Ηλιακό μας 5 σύστημα, αλλά η κατασκευή του με τα μέσα που μπορούμε σήμερα να φανταστούμε θα απαιτούσε μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια… Στη δεκαετία του 1960 ο πολιτισμός μας είδε να ανοίγεται μπροστά του ένας πρωτόγνωρος ορίζοντας στον ουρανό. Τα χρόνια εκείνα, μια σειρά από τεχνολογικά επιτεύγματα νομιμοποίησε στη φαντασία του κοινού και των επιστημόνων το όραμα μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τις γήινες αλυσίδες της. Όσοι είχαν την τύχη να ζήσουν εκείνη την εποχή (κυρίως σαν έφηβοι) θυμούνται με νοσταλγία την έκσταση μπροστά στα μεγάλα «άλματα» που φαίνονταν να μας περιμένουν, μια έκσταση που δυστυχώς δεν γνώρισαν οι επόμενες γενιές.
Οι δεκαοκτώ συνολικά αστροναύτες του προγράμματος Απόλλων που ταξίδεψαν ως τη Σελήνη, απομακρύνθηκαν απο τη Γη κάπου 400 000 χιλιόμετρα. Όμως, από το 1972 (που ο τελευταίος απο αυτούς επέστρεψε από τη Σελήνη), κανένα ανθρώπινο όν δεν απομακρύνθηκε περισσότερο από τετρακόσια περίπου χιλιόμετρα από τον πλανήτη μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η χρονιά αυτή συμπίπτει με την πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση, που σηματοδοτεί την έναρξη μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομικής ύφεσης για την ανθρωπότητα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης μας (δημογραφικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά, πολιτικο- κοινωνικά, κλπ) αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για την ανάπτυξη διαστημικών «ονείρων». Αλυσοδεμένο στη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, το ανθρώπινο είδος θα πρέπει να κάνει υπομονή στο λίκνο του. Άλλωστε, τα άστρα μπορούν ακόμη να μας περιμένουν, για εκατομμύρια χρόνια…
*Η κατάκτηση του διαστήματος: σαράντα χρόνια ουτοπίας Δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 2009 στην εφημερίδα του Βόλου Θεσσαλία
**Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6.
Άρθουρ Κλάρκ, ο προφήτης της διαστημικής εποχής
Άρθουρ Κλάρκ, ο προφήτης της διαστημικής εποχής
Στις 19 Μαρτίου 2008, σε ηλικία 90 ετών, πέθανε στο Κολόμπο, πρωτεύουσα της Σρι-Λάνκα (Κεϋλάνη) ο Άρθουρ Κλάρκ, ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας στον κόσμο. Στη διάρκεια της εξαιρετικά μακρόχρονης καριέρας του συνέβαλε όσο λίγοι στον προβληματισμό πάνω στη σημασία της διαστημικής τεχνολογίας για τον πολιτισμό μας και γενικότερα πάνω στη θέση του ανθρώπου μέσα στο Σύμπαν.
Ο Άρθουρ Τσαρλς Κλαρκ γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1917 στην παραλιακή πόλη του Μάινχεντ, στο Σομερσετ της Αγγλίας. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη μεγάλη του αγάπη, το διάστημα. Έγινε μέλος της Βρετανικής Διαπλανητικής Εταιρείας και άρχισε να γράφει διηγήματα επιστημονικής φαντασίας. Η καριέρα του διακόπηκε προσωρινά από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στη διάρκεια του οποίου υπηρέτησε στη Βρετανική Αεροπορία ως αξιωματικός, χειριστής ενός από τα πρώτα συστήματα ραντάρ. Η εμπειρία από τη θητεία του αυτή αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στη συνέχεια.
Το 1945, σε ηλικία 28 μόλις ετών, ο Κλαρκ δημοσίευσε στο περιοδικό «Ασύρματος Κόσμος» ένα προφητικό άρθρο, στο οποίο εξηγούσε τα χρησιμότητα της γεωσύγχρονης τροχιάς για τις τηλεπικοινωνίες μέσω δορυφόρων. Η γεωσύγχρονη τροχιά βρίσκεται σε απόσταση 36 000 χλμ., απόσταση στην οποία η βαρύτητα της Γης αναγκάζει ένα αντικείμενο να περιστρέφεται γύρω από τον πλανήτη μας σε 24 ώρες (ενώ αν βρίσκεται σε απόσταση 400 χλμ., όπως ο Διαστημικός Σταθμός, περιστρέφεται σε 100 μόλις λεπτά). Αν η τροχιά βρίσκεται πάνω από τον ισημερινό, το αντικείμενο αυτό βρίσκεται συνεχώς πάνω από το ίδιο σημείο της Γης. Μπορεί συνεπώς να έχει μόνιμη ραδιοεπαφή με το έδαφος, παίρνοντας σήματα από κάποιο πομπό και στέλνοντας τα σε δέκτες που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα. Ο Κλαρκ συνειδητοποίησε τη σημασία των δορυφόρων για τις τηλεπικοινωνίες δώδεκα χρόνια πριν από την εκτόξευση του Σπούτνικ από τους Σοβιετικούς, ενώ το 1954 επισήμανε στον επικεφαλής της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι δορυφόροι στην πρόγνωση του καιρού. Σε αναγνώριση της συμβολής του στην ειρηνική χρησιμοποίηση του διαστήματος, η Διεθνής Αστρονομική Ένωση έδωσε το όνομα «Τροχιά Κλαρκ» στη γεωσύγχρονη τροχιά πάνω από τον ισημερινό.
Ο Κλαρκ έγραψε επιστημονική φαντασία (ΕΦ) για περισσότερα από εξήντα περίπου χρόνια και τα ογδόντα βιβλία του μεταφράστηκαν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και κυκλοφόρησαν σε περισσότερα από 150 εκατομμύρια αντίτυπα. Θυμάμαι ακόμη την εποχή που τα βιβλία του Κλαρκ έπιαναν ένα μεγάλο μέρος στις προθήκες και τα ράφια των βιβλιοπωλείων στην Ελλάδα, όπου κυκλοφορούσαν κυρίως από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, και στο εξωτερικό. Το έργο του κατατάσσεται ξεκάθαρα στο χώρο της αποκαλούμενης «σκληρής» ή «ψυχρής» ΕΦ, όπου η επιστήμη και η τεχνολογία παίζουν σημαντικό ρόλο στην διήγηση και χρησιμοποιούνται με όσο γίνεται πιο σωστό τρόπο (δεν υπάρχουν, για παράδειγμα, διαστρικά ταξίδια που να παραβιάζουν το όριο της ταχύτητας του φωτός, αντίθετα με ότι γίνεται π.χ. στον πασίγνωστο «Πόλεμο των άστρων» του Τζωρτζ Λούκας).
Το έργο του Κλαρκ, που η αρχή του συμπίπτει με τη αποκαλούμενη «χρυσή εποχή» της ΕΦ (δεκαετίες 1950 και 1960), χαρακτηρίζεται από την πίστη του στο ότι το μέλλον του ανθρώπινου είδους βρίσκεται στο διάστημα, καθώς και στην ύπαρξη εξωγήινων πολιτισμών πολύ πιο εξελιγμένων από τον δικό μας. Οι περιγραφές της συνάντησης του γήινου με τον εξωγήινο πολιτισμό, όπως και οι συνέπειες της συνάντησης αυτής για την ανθρωπότητα, αποτελούν τον βασικό άξονα των έργων του. Στο «Συνάντηση με το Ράμα» οι γήινοι αστροναύτες περιπλανιούνται στο αχανές διαστημόπλοιο που εισβάλλει στο ηλιακό μας σύστημα χωρίς να συναντήσουν ίχνος εξωγήινου, και το διαστημόπλοιο τελικά φεύγει χωρίς να αφήσει καμιά απάντηση στα ερωτήματα που έφερε ο απροσδόκητος ερχομός του. Στο «Τέλος της παιδικής ηλικίας» (που έχει κυκλοφορήσει και με τον τίτλο «οι Επικυρίαρχοι») οι εκπρόσωποι μιας εξωγήινης φυλής έρχονται από το διάστημα και θέτουν υπό την κηδεμονία τους την ανθρωπότητα, σταματώντας τους πολέμους και τις ταραχές στη Γη. Σκοπός της κηδεμονίας αυτής, όπως φαίνεται προς το τέλος του βιβλίου, είναι η προετοιμασία ενός τμήματος της ανθρωπότητας για την ανέλιξη σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, που θα επιτρέψει την ένωσή της με τον μεγάλο διαγαλαξιακό πολιτισμό.
Το 1964 ο διάσημος ήδη σκηνοθέτης Στάνλεϋ Κιούμπρικ ζήτησε από τον Κλαρκ να τον βοηθήσει να φτιάξουν το «καλύτερο φιλμ ΕΦ όλων των εποχών». Ο Κλαρκ χρησιμοποίησε υλικό από δυο προηγούμενες νουβέλες του και δούλεψε σκληρά για τρία χρόνια πάνω στο σενάριο του έργου, στο οποίο ωστόσο ο Κιούμπρικ είχε τον τελικό λόγο. Με τίτλο «2001, η Οδύσσεια του διαστήματος» το φιλμ πρωτοπαίχτηκε την άνοιξη του 1968, ενώ το βιβλίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με μοναδικό συγγραφέα τον Κλαρκ (αφού ο Κιούμπρικ δε θέλησε να το υπογράψει). Σύμφωνα με το σενάριο, η επέμβαση ενός εξωγήινου πολιτισμού χάρισε την ευφυΐα στους μακρινούς μας προγόνους, πριν μερικά εκατομμύρια χρόνια στην αφρικανική σαβάνα. Στην αυγή του 21ου αιώνα η ανθρωπότητα ανακαλύπτει τα ίχνη αυτού του πολιτισμού στην αθέατη πλευρά της Σελήνης και στέλνει μια αποστολή στο διάστημα σε αναζήτησή τους. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι άνθρωπος, αλλά ο υπερ-υπολογιστής του διαστημόπλοιου, ο περίφημος ΧΑΛ, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο απορυθμίζεται και σκοτώνει τους αστροναύτες της αποστολής. Ο μοναδικός επιζών αστροναύτης έρχεται τελικά σε επαφή με τους εξωγήινους με έναν τρόπο εντελώς ακατανόητο στο φιλμ και κάπως περισσότερο κατανοητό στο βιβλίο.
Το «2001» εκπλήρωσε τη φιλοδοξία του Κιούμπρικ και παραμένει, σαράντα χρόνια μετά, το καλύτερο φιλμ ΕΦ όλων των εποχών. Αν και περιέχει 40 μόλις λεπτά διαλόγων σε συνολική διάρκεια 140 λεπτών, είναι η ταινία για την οποία έχουν γραφτεί τα περισσότερα σχόλια στην ιστορία του κινηματογράφου. Η επιστημονική ακρίβεια των εκπληκτικής αισθητικής σκηνών της παραμένει αξεπέραστη και τονίστηκε ακόμη περισσότερο από τις κατοπινές αποστολές των αμερικανών αστροναυτών στη Σελήνη. Ένας από τους αστροναύτες του «Απόλλων 8», που για πρώτη φορά αντίκρισαν την αθέατη πλευρά της Σελήνης το Δεκέμβριο του 1968, ομολόγησε αργότερα πως το πλήρωμα του διαστημόπλοιου μπήκε στον πειρασμό να στείλει μήνυμα στον έλεγχο πτήσης στο Χιούστον ότι έβλεπαν τα ίχνη των εξωγήινων του «2001».
Εκτός από κορυφαίος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, ο Κλαρκ ήταν ταυτόχρονα και ένας απαράμιλλος εκλαϊκευτής της επιστήμης. Και στον τομέα αυτό ο μεγάλος του ανταγωνιστής ήταν ο αμερικανός, ρωσικής καταγωγής, Ισαάκ Ασίμωφ. To μεταξύ τους «σύμφωνο Κλαρκ - Ασίμωφ» είναι αποκαλυπτικό, παρά το εμφανές χιούμορ του, της εγωπάθειας και των δύο: αναγνωρίζει την ιδιότητα του καλύτερου συγγραφέα ΕΦ του κόσμου στον ένα από τους δύο και αυτή του καλύτερου εκλαϊκευτή στον άλλο (χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει ποιος ήταν τι…) Ανάμεσα στα εκλαϊκευτικά βιβλία του Κλαρκ, το «Προφίλ του Μέλλοντος», που γράφτηκε το 1962 και κυκλοφόρησε πολύ αργότερα στα ελληνικά με τον άκομψο τίτλο «Σήμερα, αύριο, και…», παρουσιάζει τους περίφημους «τρεις νόμους του Κλαρκ» :
- Αν ένας φτασμένος επιστήμονας προβλέπει πως κάτι είναι δυνατό να γίνει, η πρόβλεψή του είναι πιθανότατα σωστή. Αν όμως προβλέπει πως είναι αδύνατο, είναι πιθανότατα λάθος.
- Ο μόνος τρόπος για να εξερευνήσουμε τα όρια του δυνατού είναι να περιπλανηθούμε λίγο πιο πέρα, στην περιοχή του αδύνατου.
- Οποιαδήποτε αρκετά αναπτυγμένη τεχνολογία μοιάζει, στα μάτια λιγότερο αναπτυγμένων πολιτισμών, με μαγεία.
Ο Κλαρκ υπήρξε ένας από τους κύριους σχολιαστές των αμερικανικών αποστολών στη Σελήνη, μαζί με τον Γουώλτερ Κρονκάϊτ, τον διάσημο ανταποκριτή του πολέμου στο Βιετνάμ, και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στους αμερικανούς αστροναύτες. Σε αναγνώριση της συμβολής του στην τόνωση του ενδιαφέροντος του κοινού για την εξερεύνηση του διαστήματος, η ΝΑΣΑ έδωσε το όνομα του διαστημόπλοιου του «2001» Ντισκάβερυ (Ανακάλυψη) σε ένα από τα έξη διαστημικά λεωφορεία της. Εξαιτίας της βαρύνουσας γνώμης του σε διαστημικά θέματα, κλήθηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Άμυνας του αμερικανικού κογκρέσου για το σχέδιο του Πολέμου των άστρων, που η κυβέρνηση Ρήγκαν προωθούσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Κλαρκ εξέφρασε την κατηγορηματική του αντίθεση στο παράλογο αυτό σχέδιο, κάτι που τον οδήγησε σε έντονη ρήξη με τον επίσης διάσημο (αν και πολύ μικρότερης εμβέλειας) αμερικανό συγγραφέα ΕΦ Ρόμπερτ Χενλάϊν. Ο οπαδός του Ψυχρού πολέμου Χενλάϊν, το χαρακτηριστικό έργο του οποίου Starship Troopers μεταφέρθηκε αργότερα στη μεγάλη οθόνη από τον Πωλ Βερχόφεν, καταλόγισε στον Κλαρκ ότι, σαν Βρετανός, δεν είχε καμιά δουλειά να ανακατεύεται σε υποθέσεις που αφορούσαν την άμυνα των ΗΠΑ.
Η συμβολή του Κλαρκ στην ειρηνική χρησιμοποίηση του διαστήματος αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα με την επιλογή του στη λίστα των υποψηφίων για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1994 (χρονιά που το πήραν οι Αραφάτ, Πέρεζ και Ράμπιν για τη συμβολή τους στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή). Το 1998 του απονεμήθηκε ο τίτλος του «Σερ» από τη βασίλισσα Ελισάβετ, σε αναγνώριση της προσφοράς του στη βρετανική λογοτεχνία. Η επίσημη απονομή του τίτλου έγινε ωστόσο το 2000 με τη ευκαιρία μιας επίσκεψης του πρίγκιπα Καρόλου στη Σρι-Λάνκα, μια που ο Κλαρκ είχε καθηλωθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική πολυθρόνα και δεν μπορούσε να ταξιδεύσει.
Θα κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα για τη ζωή και το έργο του Κλαρκ με μερικές προσωπικές αναμνήσεις. Θυμάμαι καλά την φοβερή εντύπωση που μου είχε κάνει το φιλμ «2001» όταν το πρωτοείδα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στον κινηματογράφο «Αχίλλειο» της πόλης μας (του Βόλου), εντύπωση που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατοπινή μου ενασχόληση με το διάστημα και την αστρονομία. Από τότε το ξαναείδα, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, πάνω από τριάντα φορές, με τη ίδια πάντα ευχαρίστηση. Πολύ αργότερα διάβασα ότι ο σταρ των Μπητλς Τζών Λένον είχε δηλώσει πως το έβλεπε κάθε εβδομάδα (ίσως για τον ίδιο λόγο που είχε γίνει δημοφιλές την περίοδο εκείνη ανάμεσα στους χρήστες παραισθησιογόνων ουσιών στις ΗΠΑ: τη δωδεκάλεπτη «ψυχεδελική» σκηνή του ταξιδιού του τελευταίου επιζώντος αστροναύτη στον πλανήτη των εξωγήινων, που τη θεωρούσαν καλύτερη και από ένα «ταξίδι» με LSD…).
Το 2000 έστειλα στη διεύθυνση του Κλαρκ στο Κολόμπο του Σρι-Λάνκα την αγγλική έκδοση του βιβλίου μου «Η περιπέτεια του μέλλοντος», χωρίς πολλές ελπίδες για απάντηση. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η απάντηση έφτασε πέντε μόλις μέρες μετά, προφανώς, με τον «διπλωματικό σάκο». Εκτός από τις ευχαριστίες και τα συγχαρητήρια του Κλαρκ, περιείχε και μια λίστα με τις προγραμματισμένες δραστηριότητες του για το 2001 που με άφησε με ανοιχτό το στόμα: επρόκειτο για την επανέκδοση (με καινούρια σχόλια, προλόγους κλπ) μιας ντουζίνας μυθιστορημάτων και διηγημάτων του, εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, πολυάριθμες συνεντεύξεις σε περιοδικά και εφημερίδες (μεταξύ των οποίων το «Νάσιοναλ Τζεογράφικ» και το «Πλαίυμπόϋ»), και όλα αυτά από ένα άτομο 84 χρονών καθηλωμένο σε αναπηρική καρέκλα…
Το 2001 διοργανώθηκε στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι ένα διήμερο επιστημονικό συμπόσιο με θέμα «2001, το μέλλον του ανθρώπου στο διάστημα» και με τη συμμετοχή διαπρεπών επιστημόνων, υπευθύνων των αμερικανικών (ΝΑΣΑ) και ευρωπαϊκών (ΕΣΑ) διαστημικών υπηρεσιών, αμερικανών αστροναυτών, ρώσων κοσμοναυτών, κλπ. Σαν μέλος της οργανωτικής επιτροπής εισηγήθηκα την διοργάνωση «τηλε-συζήτησης» μέσω δορυφόρου με τον Κλαρκ στο Κολόμπο, κάτι που τελικά έγινε (αν και εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων είχαμε μόνο φωνή, αλλά όχι και εικόνα). Είχα έτσι τη ευκαιρία να του απευθύνω μερικές ερωτήσεις, από τις οποίες θα αναφερθώ μόνο σε μια, σχετική με το μέλλον των επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων στους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Τριάντα χρόνια μετά τη επιστροφή των τελευταίων αμερικανών αστροναυτών από τη Σελήνη, υπάρχει περίπτωση να ξαναδούμε κάποτε ανθρώπους σε κάποιο άλλο ουράνιο σώμα; Και για ποιο λόγο το κοινό θα υποστήριζε μια τόσο δαπανηρή προσπάθεια; Αναγνωρίζοντας ότι το διαστημικό άλμα της δεκαετίας του 1960 δεν στηριζόταν σε κάποιο ορθολογικό σχέδιο, αλλά ήταν ξεκάθαρα απόρροια του Ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ο Κλαρκ υποστήριξε στην απάντησή του ότι τέτοιο κίνητρο θα μπορούσε να αποτελέσει η ανακάλυψη ιχνών εξωγήινης ζωής (εννοείται μικροσκοπικής) στον Άρη. Ο χρόνος θα δείξει αν είχε για μια ακόμη φορά δίκιο, αν και προσωπικά είμαι απαισιόδοξος, μια που δεν πιστεύω ότι θα βρεθεί ποτέ οποιαδήποτε μορφή ζωής στον κόκκινο πλανήτη.
Καλό ταξίδι στ’ αστέρια Σερ Άρθουρ! Και ελπίζω να βρεις εκεί πάνω κόσμους ακόμη πιο μαγευτικούς από αυτούς που μας χάρισες με τα βιβλία σου…
Παρίσι, 25-3-2008
*Δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2008 στο περιοδικό ΟΥΡΑΝΟΣ της Εταιρείας Αστρονομίας και Διαστήματος
**Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6. Για την ερευνητική του δραστηριότητα του απονεμήθηκε το βραβείο της γαλλικής Αστρονομικής Ένωσης το 1994. Έχει δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία εκλαΐκευσης της αστρονομίας στα γαλλικά, που έχουν μεταφραστεί αγγλικά, στα κινεζικά, στα πορτογαλικά, στα τουρκικά και στα κροατικά. Η γαλλική έκδοση του βιβλίου "Η περιπέτεια του μέλλοντος" τιμήθηκε με το βραβείο "Jean Rostand" το 1999.
Το εφιαλτικό τέλος του Ήλιου
Το εφιαλτικό τέλος του Ήλιου
Ανάμεσα στις κοσμικές καταστροφές υπάρχει μία που φαίνεται αναπόφευκτη· βρίσκεται όμως τόσο μακριά στο μέλλον, ώστε η λέξη «απειλή» χάνει τη σημασία της. Παρ’ όλα αυτά η αναφορά της κάνει πάντα αίσθηση, αφού πρόκειται για το μέλλον και το θάνατο του άστρου της ζωής, του Ήλιου μας.
Είναι αλήθεια ότι ο Ήλιος, που γεννήθηκε λίγο πριν από τη Γη (εδώ και 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια περίπου), έχει διάγει μέχρι τώρα ένα βίο εξαιρετικά σταθερό. Με υποδειγματική κανονικότητα συνεχίζει να στέλνει στον πλανήτη μας σχεδόν 1 εκατομμύριο τεραβάτ, ενεργειακή ισχύ δεκάδες χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την παγκόσμια παραγωγή σήμερα. Και αυτή η κολοσσιαία ενέργεια που προσλαμβάνεται από την επιφάνεια της Γης δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο μέρος (ένα δισεκατομμυριοστό περίπου) της συνολικής ενέργειας που ακτινοβολεί ο Ήλιος στο διάστημα. Όμως τα αποθέματα του πυρηνικού καυσίμου που παράγει αυτή την πολύτιμη ακτινοβολία δεν είναι ανεξάντλητα. Με το ρυθμό της σημερινής κατανάλωσης, που μετασχηματίζει σχεδόν 7 δισεκατομμύρια τόνους υδρογόνου σε ήλιο κάθε δευτερόλεπτο, τα αποθέματα του υδρογόνου στο κέντρο του Ήλιου θα επαρκέσουν για περίπου 6 δισεκατομμύρια χρόνια ακόμη. Τότε θα αρχίσει μια μακρά περίοδος αγωνίας με δραματικές συνέπειες για το υπόλοιπο Ηλιακό σύστημα. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα θα ανακύψει πολύ πριν από αυτή την εποχή, αφού η Γη θα κινδυνεύσει να γίνει ακατοίκητη εξαιτίας της προοδευτικής αύξησης της λαμπρότητας του Ήλιου.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς φανταζόταν η επιστήμη το τέλος του Ήλιου και της Γης πριν από την ανάπτυξη της σύγχρονης αστροφυσικής. Στις αρχές του 20ου αιώνα η πηγή ενέργειας του Ήλιου και των άλλων αστεριών παρέμενε μυστηριώδης. Καμιά από τις τότε γνωστές ενεργειακές πηγές δε φαινόταν ικανή να προμηθεύει για δισεκατομμύρια χρόνια τα εκπληκτικά ποσά ενέργειας που εκπέμπει το άστρο μας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του άγγλου φυσικού William Thomson (Λόρδου Kelvin), αν ο Ήλιος αντλούσε την ενέργειά του από τη βαρυτική του συστολή (όπως τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια χρησιμοποιούν την ενέργεια του νερού που πέφτει στο πεδίο βαρύτητας της Γης), δε θα μπορούσε να λάμπει για περισσότερο από 30 εκατομμύρια χρόνια το πολύ. Αυτό το διάστημα ήταν σαφώς μικρότερο από την ηλικία της Γης, που με βάση τις μεθόδους ραδιενεργού χρονολόγησης του νεοζηλανδού φυσικού Ernest Rutherford υπολογιζόταν την εποχή εκείνη σε κάτι παραπάνω από 2 δισεκατομμύρια χρόνια. Σύντομα όμως βρέθηκαν άλλες λύσεις χάρη στην ανάπτυξη της θεωρίας της ειδικής σχετικότητας το 1905 από τον Einstein, που έκανε λόγο για ισοδυναμία μάζας και ενέργειας: μια μικρή ποσότητα μάζας Μ μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια τεράστια ποσότητα ενέργειας Ε, σύμφωνα με την περίφημη εξίσωση Ε = Μc2, όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός. Αν ο Ήλιος αντλούσε την ενέργειά του από τη μετατροπή της μάζας του σε ενέργεια με απόδοση 100%, θα μπορούσε να λάμπει για 10.000 δισεκατομμύρια χρόνια. Αυτό το ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα, χίλιες φορές μεγαλύτερο από τη σημερινή ηλικία του Σύμπαντος, απαντάται στο έργο του βρετανού συγγραφέα Olaf Stapledon Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι (Last and First Men).
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η συνολική διάρκεια ζωής του Ήλιου είναι περίπου χίλιες φορές μικρότερη από αυτή που φανταζόταν ο Stapledon. Η θερμοπυρηνική σύντηξη του υδρογόνου σε ήλιο μετατρέπει την ηλιακή μάζα σε ενέργεια με απόδοση λίγο μικρότερη από 1%· επιπλέον, αυτή η μετατροπή αφορά μόνο το ένα δέκατο της ηλιακής μάζας στο κέντρο του άστρου μας, αφού τα άλλα εννέα δέκατα είναι πολύ ψυχρά για να επιτρέψουν θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Οι παράγοντες αυτοί περιορίζουν τη ζωή του Ήλιου σε 11 δισεκατομμύρια χρόνια «μόνο».
Χάρη στις αριθμητικές προσομοιώσεις στους υπολογιστές τους, οι αστρονόμοι πιστεύουν σήμερα ότι γνωρίζουν αρκετά καλά την εξέλιξη των άστρων και μπορούν να περιγράψουν με ακρίβεια τις λεπτομέρειες της μελλοντικής εξέλιξης του Ήλιου. Προβλέπουν έτσι ότι η φωτεινότητά του θα αυξάνεται αργά αλλά σταθερά, κατά 10% κάθε ένα δισεκατομμύριο χρόνια. Ύστερα από τρία δισεκατομμύρια χρόνια η λαμπρότητα του Ήλιου θα έχει αυξηθεί προοδευτικά κατά 30% περίπου και η Γη θα λαμβάνει τόση ενέργεια από τον Ήλιο όση δέχεται σήμερα η Αφροδίτη. Η συνεχής αυτή θέρμανση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ανεξέλεγκτο φαινόμενο θερμοκηπίου, παρόμοιο με αυτό που αναπτύχθηκε κάποτε στον αδελφό μας πλανήτη.
Εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη το νερό των γήινων ωκεανών θα αρχίσει να εξατμίζεται, επιβαρύνοντας την ατμόσφαιρα με μια «ομίχλη» ολοένα πιο πυκνή. Καθώς οι υδρατμοί συμβάλλουν στο φαινόμενο θερμοκηπίου εμποδίζοντας τη θερμότητα του εδάφους να διαφύγει στο διάστημα, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, επιταχύνοντας ακόμη πιο πολύ την εξάτμιση. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε σήμερα την ακριβή εξέλιξη όλων αυτών των φυσικών φαινομένων, γιατί ο ρόλος των υδρατμών (που απορροφούν τη θερμότητα του εδάφους συντελώντας στη θέρμανση της ατμόσφαιρας, αλλά ταυτόχρονα ανακλούν ένα μέρος από το προσπίπτον ηλιακό φως συντελώντας στην ψύξη της) δεν είναι ακόμη αρκετά γνωστός. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι το περιεχόμενο των ωκεανών θα βρεθεί αργά ή γρήγορα στην ατμόσφαιρα, αιωρούμενο πάνω από ένα νεκρό τοπίο χωρίς το παραμικρό ίχνος ζωής.
Σιγά-σιγά η ομίχλη θα διαλυθεί. Κάτω από τη δράση των ηλιακών ακτινών τα μόρια του νερού θα αποσυντεθούν στα συστατικά τους υδρογόνο και οξυγόνο. Το ελαφρύ υδρογόνο θα διαφύγει στο διάστημα, ενώ το βαρύτερο οξυγόνο, που σχηματίζει εύκολα χημικές αντιδράσεις, θα προκαλέσει πλήθος πυρκαγιές στην ξερή βλάστηση ή θα απορροφηθεί από τους βράχους σχηματίζοντας διάφορα οξείδια. Μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια, όταν το νεφελώδες κάλυμμα των υδρατμών θα έχει εξαφανιστεί, θα εμφανιστεί το νέο πρόσωπο της Γης: ο πρώην γαλάζιος πλανήτης, το λίκνο της ζωής, θα έχει μεταμορφωθεί σε ένα ερημωμένο ουράνιο σώμα και η επιφάνειά του θα θυμίζει πολύ σεληνιακό τοπίο.
Παίρνοντας υπόψη το μεγάλο χρονικό περιθώριο μέχρι την πραγματοποίηση της προαναγγελθείσας καταστροφής, μπορεί κανείς να ελπίζει ότι ο γήινος πολιτισμός αυτού του μακρινού μέλλοντος θα έχει βρει τα μέσα να προστατευτεί. Μια προφανής λύση θα ήταν η εγκατάσταση σε τροχιά γύρω από τη Γη πελώριων ημιδιαφανών προστατευτικών πανό με διάμετρο χίλια χιλιόμετρα το καθένα. Η διαφάνεια αυτών των «ασπίδων» θα προσαρμοζόταν με τρόπο που να αφήνουν να περνά μόνο ένα μέρος της ηλιακής ενέργειας, ίσο με αυτό που φτάνει σήμερα στη Γη, και να ανακλούν ή να απορροφούν το υπόλοιπο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Χάρη σε αυτά τα μέτρα οι κλιματολογικές συνθήκες στο εσωτερικό του ηλιακού συστήματος θα μπορούσαν να διατηρηθούν σε αποδεκτά επίπεδα για περίπου 3 δισεκατομμύρια χρόνια ακόμη. Φτάνουμε έτσι στα 6 δισεκατομμύρια χρόνια στο μέλλον, 10,5 δισεκατομμύρια χρόνια από τη γέννηση του Ηλιακού συστήματος. Ο γήινος πολιτισμός θα βρεθεί τότε αντιμέτωπος με ένα αληθινό πρόβλημα επιβίωσης.
Επειτα από εξήμισι δισεκατομμύρια χρόνια τα αποθέματα υδρογόνου στο κέντρο του Ήλιου θα εξαντληθούν και η φωτεινότητα του άστρου μας θα είναι διπλάσια από ό,τι σήμερα. Ωστόσο σε ένα λεπτό στρώμα υδρογόνου γύρω από το κέντρο θα «ανάψουν» και πάλι οι πυρηνικές αντιδράσεις, παράγοντας ενέργεια και προκαλώντας τη διαστολή του εξωτερικού περιβλήματος του άστρου. Για 700 εκατομμύρια χρόνια αυτή η διαστολή θα γίνεται με ανεπαίσθητο ρυθμό και μόνο μια ελαφριά αλλαγή του χρώματος προς το πορτοκαλί θα υποδηλώνει ότι ο Ήλιος μεταμορφώνεται (και θα πρέπει συνεπώς να αρχίσουν να λαμβάνονται κάποια μέτρα από τους απογόνους μας εκείνης της εποχής). Προοδευτικά όμως η εξέλιξη θα επιταχυνθεί: το άστρο θα διασταλεί υπερβολικά και η φωτεινότητά του θα αυξηθεί κατά δέκα, εκατό, μέχρι και χίλιες φορές σε σχέση με τη σημερινή, ενώ το χρώμα του θα γίνει κόκκινο και η επιφανειακή θερμοκρασία του θα πέσει στους 3.000ο C (από τους 5.800 σήμερα). Προς το τέλος αυτής της περιόδου, μέσα σε διάστημα δέκα εκατομμυρίων χρόνων «μόνο», η ακτίνα του άστρου μας θα αυξηθεί από 40 εκατομμύρια χιλιόμετρα (η ακτίνα της σημερινής τροχιάς του Ερμή) σε περίπου 150 εκατομμύρια χιλιόμετρα (η ακτίνα της σημερινής τροχιάς της Γης).
Ο Ερμής θα καταβροχθιστεί σίγουρα από το διαστελλόμενο ερυθρό γίγαντα, ενώ δεν είναι ακόμη σαφές τι θα συμβεί με την Αφροδίτη. Η Γη φαίνεται ότι θα γλιτώσει χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία, τη μετατόπιση της τροχιάς της προς τα έξω (χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση!). Σε όλη τη διάρκεια της διαστολής τα εξωτερικά στρώματα του Ήλιου θα διαφεύγουν στο διάστημα σπρωγμένα από την εσωτερική πίεση, με ταχύτητες μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Η διαφυγή τους θα διευκολυνθεί από το γεγονός ότι θα βρίσκονται μακριά από το κέντρο, όπου θα είναι συγκεντρωμένο το κύριο μέρος της μάζας του Ήλιου, και θα νιώθουν έτσι πολύ λιγότερο τη βαρυτική της έλξη. Εξαιτίας αυτής της «αιμορραγίας» ο Ήλιος θα χάνει μια ποσότητα μάζας ίση με τη μάζα της Γης κάθε χιλιετία και στο τέλος της περιόδου της διαστολής θα βρεθεί με τη μάζα του μειωμένη κατά 30 %. Αντίστοιχη μείωση θα υποστεί και η δύναμη της βαρυτικής του έλξης, που είναι ανάλογη με τη μάζα του. Καθώς η βαρύτητα του Ήλιου θα εξασθενεί, δε θα μπορεί να συγκρατήσει στις τροχιές τους τα διάφορα αντικείμενα του Ηλιακού συστήματος που θα μεταναστεύσουν σιγά-σιγά προς τα έξω, σε μεγαλύτερες αποστάσεις από το κέντρο. Έτσι η Αφροδίτη θα βρεθεί στο ύψος της σημερινής τροχιάς της Γης, γλιτώνοντας κατά πάσα πιθανότητα την καταβρόχθισή της από το διαστελλόμενο ερυθρό γίγαντα· όμως θα έχει μετατραπεί σε μια «αναβράζουσα» σφαίρα με επιφανειακή θερμοκρασία σχεδόν 2.000ο C, λίγο μικρότερη από τη θερμοκρασία του κόκκινου άστρου που θα καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον ουρανό της. Όσον αφορά τη Γη, θα βρεθεί σε απόσταση μόλις 60 εκατομμυρίων χιλιομέτρων έξω από την τροχιά της Αφροδίτης. Αν ένας παρατηρητής μπορούσε να παραμείνει στην καυτή επιφάνειά της, όπου η θερμοκρασία θα πλησιάζει τους 1500ο C, θα αντίκριζε ένα τοπίο ανάλογο με την Κόλαση του Δάντη, με τον τερατώδη κόκκινο δίσκο του Ήλιου να καλύπτει πάνω από τα τρία τέταρτα του ουρανού.
Η διαστολή του Ήλιου θα επηρεάσει επίσης το εξωτερικό Ηλιακό σύστημα, αν και οι συνέπειες θα είναι ελάχιστες για τους γιγάντιους πλανήτες. Οι τρεις δορυφόροι του Δία, η Ευρώπη, η Καλλιστώ και ο Γανυμήδης, περιέχουν τεράστιες ποσότητες νερού κάτω από τα επιφανειακά τους στρώματα πάγου. Επίσης, ενδέχεται να υπάρχει νερό με τη μορφή πάγου κάτω από την ατμόσφαιρα μεθανίου και αζώτου που καλύπτει τον Τιτάνα, το μεγαλύτερο δορυφόρο του Κρόνου. Η διαστολή του Ήλιου και η συνακόλουθη θέρμανση αυτών των δορυφόρων θα απελευθερώσει τεράστιες ποσότητες νερού σε υγρή μορφή για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Όμως στο τέλος αυτής της περιόδου, το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων θα εξατμιστεί και θα διασκορπιστεί στο διάστημα. Την ίδια μοίρα θα έχει και το νερό των μικρότερων δορυφόρων και των δακτυλίων των γιγάντιων πλανητών. Ωστόσο τα τεράστια αποθέματα πάγου των κομητών της ζώνης του Kuiper και του νέφους του Oort, που βρίσκονται πολύ πιο μακριά, θα μείνουν ανέπαφα, στη διάθεση ενός πολιτισμού που θα έχει ενδεχόμενα επιζήσει στο μακρινό εκείνο μέλλον.
Γύρω στο έτος 7.500.000.000 ολόκληρο τα Ηλιακό σύστημα θα έχει γίνει ακατοίκητο. Ακόμη και στο επίπεδο της τροχιάς του Πλούτωνα, που βρίσκεται σήμερα σαράντα φορές μακρύτερα από τον Ήλιο από ό,τι η Γη, η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας θα είναι αρκετές φορές μεγαλύτερη από ό,τι σήμερα στον πλανήτη μας.
Μετά από μια μακρά περίοδο διαστολής που θα απειλεί να καταπιεί τα πάντα στο πέρασμά της, ο Ήλιος θα ηρεμήσει, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Μέσα στην καρδιά του το ήλιο, προϊόν της καύσης του υδρογόνου, θα αρχίσει με τη σειρά του να καίγεται και να μετατρέπεται σε άνθρακα, μόλις η κεντρική θερμοκρασία ανεβεί στους εκατό εκατομμύρια βαθμούς. Με την έναρξη της καύσης του ηλίου θα σβήσει το περιφερειακό στρώμα καύσης του υδρογόνου, του οποίου η ενέργεια είχε προκαλέσει την τεράστια διαστολή του περιβλήματος. Όπως η άμπωτη ακολουθεί την πλημμυρίδα, το περίβλημα του άστρου θα αρχίσει να συρρικνώνεται και να απομακρύνεται από το απανθρακωμένο σώμα της Αφροδίτης, για να σταθεροποιηθεί σε μια ακτίνα 7 εκατομμυρίων χιλιομέτρων «μόνο», 10 φορές δηλαδή μεγαλύτερη από τη σημερινή. Από το πτώμα του Ερμή δεν πρόκειται να απομείνει τίποτα, αφού ο πλανήτης θα έχει εξατμιστεί από καιρό στο εσωτερικό του τεράστιου φούρνου.
Για εκατό εκατομμύρια χρόνια ακόμη ο Ήλιος θα διατηρηθεί σε μια κατάσταση ημι-ερυθρού ημι-γίγαντα, λάμποντας με λαμπρότητα σαράντα φορές μεγαλύτερη από τη σημερινή. Όμως τα αποθέματα ηλίου θα εξαντληθούν πολύ πιο γρήγορα από τα αποθέματα του υδρογόνου και αυτή η περίοδος ηρεμίας θα φτάσει στο τέλος της. Τότε ο Ήλιος θα μπει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής του: το στάδιο της διπλής περιφερειακής καύσης, όπου το ήλιο «καίγεται» στην περιφέρεια της καρδιάς και το υδρογόνο σε μια πιο εξωτερική στιβάδα. Αυτή θα είναι η πιο ασταθής φάση της μακρόχρονης ζωής του. Σπρωγμένο από τους σπασμούς του άστρου που ψυχορραγεί, το περίβλημά του θα ξαναρχίσει να απλώνεται στον ορίζοντα των πλανητών του Ηλιακού συστήματος. Στο διάστημα αυτής της σχετικά σύντομης περιόδου που θα διαρκέσει περίπου 500.000 χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος του περιβλήματος του άστρου θα διαφύγει στο διάστημα. Για πρώτη φορά τότε θα αποκαλυφθεί η καρδιά του Ήλιου, μια φλεγόμενη αλλά μικροσκοπική σφαίρα με μέγεθος περίπου όσο η Γη. Με επιφανειακή θερμοκρασία 100.000ο Κ η σφαίρα θα ακτινοβολεί κυρίως στο υπεριώδες, στέλνοντας για δεκάδες εκατομμύρια χρόνια ένα κύμα θανατηφόρας ακτινοβολίας να αποστειρώσει τους πλανήτες στους οποίους κάποτε πρόσφερε ζωή.
Έτσι θα πεθάνει ο Ήλιος. Μένοντας με τη μισή περίπου από την αρχική του μάζα δε θα μπορέσει να συμπιέσει και να θερμάνει αρκετά το εσωτερικό του, ώστε να ενεργοποιηθούν οι πυρηνικές αντιδράσεις καύσης του άνθρακα. Το θερμό αρχικά «πτώμα» του θα ψυχθεί σιγά-σιγά, καθώς θα μεταμορφώνεται σε λευκό νάνο, ένα άστρο αδρανές που η λιγοστή του ακτινοβολία θα ελαττώνεται όλο και περισσότερο μέχρι να σβήσει εντελώς και να μετατραπεί σε μαύρο νάνo έπειτα από μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια.
*Δημοσιεύτηκε στο Φυσικό Κόσμο, περιοδικό της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, το 2015
Η χρονιά χωρίς καλοκαίρι
Η χρονιά χωρίς καλοκαίρι
Πως εμπνεύστηκε ο Λόρδος Μπάυρον το «Σκοτάδι» και η Μαίρη Σέλλεϋ τον «Φρανκεστάιν» Το 1816 οι πληθυσμοί της Δυτικής Ευρώπης και της Βορειοανατολικής Αμερικής βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καιρικές συνθήκες. Ο ήλιος έμεινε για μήνες κρυμμένος πίσω από πυκνά πέπλα καταχνιάς, καθηλώνοντας τις θερμοκρασίες αρκετούς βαθμούς κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Συνεχείς βροχοπτώσεις και παγετοί κατέστρεψαν τις σοδειές, προξενώντας πείνα, επιδημίες και εξεγέρσεις. Η αιτία της κατάστασης αυτής έγινε κατανοητή πολλές δεκαετίες αργότερα: ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου Τάμπορα στην άλλη άκρη της Γης, ένα χρόνο πριν. Όμως το φαινόμενο επηρέασε και την τέχνη και τη λογοτεχνία της εποχής, αφήνοντάς μας κάποια πολύ γνωστά αριστουργήματα.
Στις 10 Απριλίου του 1815, το νησί της Σουμπάβα στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) τραντάχτηκε από την ισχυρότερη ηφαιστειακή έκρηξη που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα στα χρονικά. Η έκρηξη του όρους Τάμπορα απελευθέρωσε ενέργεια 50.000 φορές περισσότερη από την ατομική βόμβα της Χιροσίμα και τέσσερις φορές περισσότερη από την έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα που εξερράγη σε ένα άλλο νησί της Ινδονησίας εβδομήντα χρόνια αργότερα.
Στην κλίμακα ηφαιστειακής εκρηκτικότητας που είναι βαθμονομημένη από το 0 ως το 8 η έκρηξη του Τάμπορα έφτανε το 7 και του Κρακατόα το 6. Ωστόσο, τα νέα του Κρακατόα έκαναν αμέσως το γύρο της Γης με τον τηλέγραφο, που ήταν σε χρήση από τη δεκαετία του 1830, ενώ τα νέα του Τάμπορα έκαναν μήνες να φτάσουν στην Ευρώπη με τα ιστιοφόρα της εποχής, κάτι που εξηγεί γιατί το Κρακατόα έγινε διάσημο ενώ το Τάμπορα παραμένει σχετικά άγνωστο.
Οι εκρήξεις ακούστηκαν σαν κανονιές σε αποστάσεις μεγαλύτερες από 2500 χιλιόμετρα. Εκατό κυβικά χιλιόμετρα από στάχτη, σκόνη, βράχια και υπέρθερμα αέρια με συνολική μάζα εκατό δισεκατομμυρίων τόνων τινάχτηκαν μέχρι σαράντα τρία χιλιόμετρα ψηλά στη στρατόσφαιρα. Μια περιοχή με ακτίνα 600 χιλιομέτρων γύρω από το ηφαίστειο και επιφάνεια ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, διπλάσια σε έκταση από τη Γαλλία, βυθίστηκε για δυο μερόνυχτα σε απόλυτο σκοτάδι.
Ο μισός πληθυσμός της Σουμπάβα και χιλιάδες κάτοικοι από τα γειτονικά νησιά Μπαλί και Λόμποκ, σχεδόν 100.000 χιλιάδες άτομα συνολικά, χάθηκαν από την έκρηξη, Οι περισσότεροι θάφτηκαν κάτω από ένα στρώμα τέφρας, ένας σημαντικός αριθμός πνίγηκε από το τσουνάμι ύψους τεσσάρων μέτρων που κατέκλυσε τις ακτές των γειτονικών νησιών και πολλοί χάθηκαν από το διοξείδιο του θείου που μόλυνε τον αέρα και τα νερά της περιοχής, καίγοντας τα πνευμόνια τους και δηλητηριάζοντάς τους.
Κάπου ογδόντα εκατομμύρια τόνοι από το αέριο διοξείδιο του θείου εκτοξεύτηκαν στη στρατόσφαιρα, το στρώμα της ατμόσφαιρας που βρίσκεται σε απόσταση 10 έως 50 χιλιόμετρα από το έδαφος. Μέσα σε δυο εβδομάδες, οι άνεμοι είχαν διασκορπίσει το αέριο αυτό σε ολόκληρη την τροπική ζώνη γύρω από τον Ισημερινό. Μια σειρά από χημικές αντιδράσεις με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας το μετέτρεψαν σε θειικό οξύ, οι μικροσκοπικές σταγόνες του οποίου διαχύθηκαν μέσα σε ένα χρόνο μέχρι τις πολικές περιοχές. Καλύπτοντας όλη σχεδόν τη γήινη επιφάνεια, τα σωματίδια αυτά μπλόκαραν το φως του ήλιου και κυρίως τα μικρότερα μήκη κύματος, αυτά του γαλάζιου φωτός, για δυο σχεδόν χρόνια.
Με λιγότερη ηλιακή ενέργεια να φτάνει στο έδαφος, η μέση θερμοκρασία της Γης μειώθηκε το 1816 κατά μισό βαθμό και κατά ενάμιση περίπου βαθμό στο Βόρειο ημισφαίριο. Η χρονιά αυτή ήταν μια από τις πιο κρύες στα τελευταία τετρακόσια χρόνια. Υπήρχαν ωστόσο μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή: η μείωση της θερμοκρασίας ήταν ασήμαντη στη Νoτιoανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία και πολύ μεγαλύτερη στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής και την Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Τα αποτελέσματα υπήρξαν δραματικά για τους κατοίκους των περιοχών αυτών, αλλά κανείς δε σκέφτηκε τότε να τα αποδώσει στην έκρηξη του ηφαιστείου.
Στην Ασία, οι έντονες βροχοπτώσεις και το κρύο κατέστρεψαν τη συγκομιδή ρυζιού στη νότια Κίνα και εξόντωσαν χιλιάδες ζώα, προκαλώντας το θάνατο 90.000 ανθρώπων, κυρίως από την πείνα. Χιόνι έπεσε στο νησί της Ταιβάν, που έχει τροπικό κλίμα. Στην Ινδία, οι μουσώνες με τις ευεργετικές βροχές τους άργησαν πολύ να εμφανιστούν τη χρονιά εκείνη. Με τους κατοίκους να πίνουν βρόμικο νερό και να τρώνε ό,τι έβρισκαν στα έλη, μια μαζική επιδημία χολέρας ξεκίνησε από τον ποταμό Γάγγη στη Βεγγάλη και έφτασε μέχρι τη Μόσχα.
Η θερμοκρασία στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής το καλοκαίρι είναι γύρω στους 20 βαθμούς τη μέρα και σπάνια πέφτει κάτω από τους 5 βαθμούς τη νύχτα. Ωστόσο, το 1816 η άνοιξη δεν ήρθε κι αντί για καλοκαίρι εμφανίστηκε και πάλι ο χειμώνας. Το έδαφος σε πολλές περιοχές ήταν παγωμένο τον Ιούνιο, χιόνισε συχνά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ποτάμια και λίμνες πάγωσαν, ενώ ο ουρανός ήταν μόνιμα συννεφιασμένος.
Το μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής σιταριού και καλαμποκιού χάθηκε, αφού τα φυτά ήταν παγωμένα, συχνά μέχρι τη ρίζα, με αποτέλεσμα οι τιμές τους στην αγορά να αυξηθούν μέχρι κι οχτώ φορές. Αδυνατώντας να θρέψουν τις οικογένειές τους, χιλιάδες αγρότες της Νέας Αγγλίας (της ανατολικής ακτής της Βόρειας Αμερικής) άρχισαν να μεταναστεύουν προς τη Δύση, όπου λίγο αργότερα θα μετέτρεπαν τις απέραντες παρθένες εκτάσεις γύρω από τον Μισισιπή σε σιτοβολώνα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρόμοιες καταστάσεις γνώρισε και η Δυτική Ευρώπη, που μόλις έβγαινε από την τρομερή δεκαετία των Ναπολεόντειων πολέμων. Η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής και η αύξηση των τιμών έφεραν πείνα και αρρώστιες σε πολλές περιοχές, με μια επιδημία τύφου να θερίζει 100.000 άτομα στην Ιρλανδία. Ήταν η χειρότερη περίοδος πείνας που γνώρισε η ευρωπαϊκή ήπειρος τον 19ο αιώνα.
Οι κάτοικοι σε απόγνωση έφτασαν να τρώνε ζωοτροφές και πτώματα ζώων. Εξεγέρσεις και λεηλασίες σημειώθηκαν στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν. Η θνησιμότητα στην Κεντρική Ευρώπη το 1816 ήταν 50% μεγαλύτερη ακόμη κι από το 1815, που ήταν χρονιά πολεμικών συγκρούσεων.
Η Ελβετία υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα κι αναγκάστηκε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ολόκληρη την επικράτειά της. Ανάμεσα στον Απρίλιο και το Σεπτέμβριο του 1816, 130 μέρες βροχής φούσκωσαν τα νερά της λίμνης Λεμάν και πλημμύρισαν τη Γενεύη. Εξαιτίας του κρύου τα χιόνια δεν έλειωσαν για τρία χρόνια στη σειρά. Στην άκρη του παγετώνα Gietro στις Άλπεις σχηματίστηκε ένα τεράστιο φράγμα από πάγο, που κατέρρευσε απότομα το 1818 προκαλώντας τεράστιες καταστροφές.
Το βάρος της θεομηνίας που έπληξε την Ευρώπη το σήκωσαν κύρια οι φτωχοί, αγράμματοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, που ελάχιστα ντοκουμέντα άφησαν για τα βιώματα τους. Οι εκπρόσωποι της μεσαίας και της ανώτερης τάξης ελάχιστα επλήγησαν από την οικονομική και κοινωνική αναστάτωση της εποχής, άφησαν ωστόσο πάμπολλα κείμενα και περιγραφές. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει κανείς, μέσα από την ανάγνωσή τους, να καταλάβει τις πραγματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις φτωχότερες τάξεις.
Το Μάιο εκείνης της χρονιάς που την ονόμασαν «η χρονιά χωρίς καλοκαίρι», μια παρέα νεαρών Άγγλων περιηγητών έφτασε στη λίμνη της Γενεύης. Ο διάσημος ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ, 23 χρόνων, από αριστοκρατική οικογένεια αλλά πάμφτωχος, είχε αφήσει στην Αγγλία την έγκυο γυναίκα του και συνοδευόταν από την επίσης έγκυο ερωμένη του, τη 18χρονη Μαίρη Γκόντγουιν και την ετεροθαλή αδελφή της Κλαίρ Κλαιρμόντ, με την οποία είχε επίσης σχέση. Ο εξίσου διάσημος ρομαντικός ποιητής Τζώρτζ Γκόρντον Μπάυρον, 26 χρόνων, ήταν τότε στο απόγειο της καριέρας του. Λόρδος με περιουσία αλλά καταχρεωμένος, είχε αφήσει στο Λονδίνο τη γυναίκα του με την έξι μηνών κόρη τους για να αποφύγει τους δανειστές του αλλά και τις φήμες για τη σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Είχε κι αυτός στο παρελθόν σχέση με την Κλαιρμόντ και συνοδευόταν από τον προσωπικό του γιατρό, τον 20χρονο Τζων Γουίλλιαμ Πολιντόρι. Αν και δεν το ήξερε τότε, ο Μπάυρον δεν επρόκειτο ποτέ του να ξαναδεί την Αγγλία και θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα από τις κακουχίες στην πολιορκία του Μεσολογγίου.
Ο άθλιος καιρός χάλασε τις διακοπές των περιηγητών, υποχρεώνοντάς τους να περνούν τις μέρες τους με το φώς των κεριών δίπλα στο τζάκι μέσα στο κατακαλόκαιρο, συζητώντας και διαβάζοντας γοτθικές ιστορίες τρόμου. Επηρεασμένος από τις συνθήκες αυτές, κι από την ολική έκλειψη ηλίου της 9 Ιουνίου 1816, ο Μπάυρον έγραψε τον Ιούλιο και Αύγουστο το «Σκοτάδι» (Darkness), ένα από τα πιο σκοτεινά και καταθλιπτικά ποιήματα όλων των εποχών, στο οποίο περιγράφει με τα ζοφερότερα χρώματα το τέλος της Γης, της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος.
Στους ογδόντα στίχους του ποιήματος, βλέπει σαν σε όνειρο όχι μόνο τη Γη αλλά και τ’ αστέρια και το Σύμπαν να βυθίζονται στη νύχτα και το κρύο, και τους ανθρώπους να προσπαθούν αλλόφρονες να επιζήσουν καίγοντας οτιδήποτε βρίσκουν γύρω τους. Σε μια ατμόσφαιρα βιβλικής τιμωρίας που δεν διακρίνει ανάμεσα σε καλούς ή κακούς, δίκαιους ή άδικους, οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονται, φυτά και ζώα πεθαίνουν και τελικά ολόκληρη η πλάση σβήνει μέσα σε ανείπωτη αγωνία. Παραθέτουμε εδώ κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους από την πρόσφατη μετάφραση της Ελσης Σαράτση:
«… Είδα ένα όνειρο, που δεν ήταν όνειρο όλο, ο λαμπερός ο ήλιος είχε σβήσει και τα αστέρια πλανιόταν στα χαμένα στο αιώνιο στερέωμα, ολοσκότεινα, χωρίς αχτίδες και η παγωμένη Γη ταλαντεύονταν μαύρη και τυφλή στον αφέγγαρο ουρανό. Και ήρθε και πέρασε η αυγή – και ήρθε ξανά αλλά δεν έφερε τη μέρα
Ο κόσμος άδειασε, ο πολυάνθρωπος κι ο κρατερός ο κόσμος έγινε άμορφος πηλός, άχρονος, χέρσος, άδεντρος, άψυχος, άζωος – πηλός θανάτου – χάος φρυγμένης λάσπης.
Τα πλοία καιόντουσαν στην άβυσσο χωρίς φουσκονεριά – τα κύματα νεκρά. Οι παλίρροιες στον τάφο τους θαμμένες, η Σελήνη, η κυρά τους, είχε ξεψυχήσει από πριν. Οι άνεμοι είχαν μαραθεί στον ακίνητο αέρα, κι είχαν χαθεί τα σύννεφα.
Το Σκοτάδι την ανάγκη τους δεν είχε πια – το Σκοτάδι ήταν ο Κόσμος»…
Μια νύχτα του Ιούνη, ο Μπάυρον πρότεινε στην παρέα να γράψουν ο καθένας τους μια ιστορία τρόμου. Ο Πέρσυ Σέλλεϋ έγραψε πέντε ιστορίες φαντασμάτων που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του, ενώ ο Μπάυρον άρχισε ένα διήγημα που το χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο Πολιντόρι για να γράψει το «Βαμπίρ», την πρώτη ιστορία με βρυκόλακες, που δημοσιεύτηκε το 1819. Κάπου ογδόντα χρόνια αργότερα, ο Μπραμ Στόουκερ θα εμπνεόταν από την ιστορία αυτή για να γράψει τον περίφημο «Δράκουλα».
Η Μαίρη Γκόντγουιν (κατοπινή κυρία Σέλλεϋ) εμπνεύστηκε την ιστορία ενός νεαρού φοιτητή ιατρικής, του Βίκτορα Φρανκεστάιν που καταφέρνει με τις γνώσεις του να φτιάξει από κομμάτια πτωμάτων ένα ζωντανό πλάσμα 2.40 μέτρα ψηλό και με απίστευτη δύναμη αλλά τρομακτικό σε εμφάνιση. Το πλάσμα, νοιώθοντας την απόρριψη όλων εξαιτίας της ασχήμιας του, ζητάει από τον δημιουργό του να του κατασκευάσει μια σύντροφο, αλλά ο Φρανκεστάιν, αν και το υπόσχεται, δεν κρατάει τη συμφωνία του φοβούμενος ότι θα μπορούσε έτσι να προκύψει μια ολόκληρη ράτσα από τέτοια τέρατα.
Για να εκδικηθεί το δημιουργό του, το τέρας σκοτώνει διαδοχικά τον αδελφό του Φρανκεστάιν, τον καλλίτερο φίλο του και την αρραβωνιαστικιά του (την παραμονή του γάμου τους) οδηγώντας στο θάνατο από θλίψη και τον πατέρα του. Τρελαμένος από πόνο και οργή, ο Φρανκεστάιν κυνηγά το πλάσμα που δημιούργησε μέχρι τις εσχατιές της Αρκτικής, όπου περιθάλπεται από το πλήρωμα ενός πλοίου παγιδευμένου στους πάγους και διηγείται την ιστορία του στον καπετάνιο Γουώλτον λίγο πριν ξεψυχήσει από τις κακουχίες. Τότε εμφανίζεται και το γιγαντόσωμο τέρας για να κλάψει τον δημιουργό του και να πει στον Γουώλτον πόσο έχει μετανιώσει για τα εγκλήματα του κι ότι έχει αποφασίσει να εξαφανιστεί για πάντα από τον κόσμο. Η ιστορία κλείνει με τον καπετάνιο να παρακολουθεί το τέρας καθώς χάνεται αργά στην πολική καταχνιά πάνω σ’ ένα παγόβουνο.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1818, όταν οι Σέλλεϋ επέστρεψαν στο Λονδίνο, με τον τίτλο Φρανκεστάιν, ένας σύγχρονος Προμηθέας. Στη λατινική εκδοχή της ελληνικής μυθολογίας από τον Οβίδιο, ο Τιτάνας Προμηθέας κατά παραγγελία του Δία φτιάχνει το ανθρώπινο είδος από λάσπη και νερό και τιμωρείται σκληρά από τον Δία όταν δίνει στους ανθρώπους τη φωτιά. Με αντίστοιχο τρόπο, ο Βίκτωρ Φρανκεστάιν τιμωρείται, είτε για την ύβρι που συνιστά η πράξη της δημιουργίας ζωής από τον άνθρωπο, είτε για την κατοπινή του ανευθυνότητα προς το πλάσμα του.
Η σχέση του Δημιουργού με το δημιούργημά του διαπερνά ολόκληρη τη χριστιανική και μεταφυσική φιλοσοφία και αποδίδεται περίφημα στο κορυφαίο ποίημα του μεγάλου άγγλου ποιητή του 17ου αιώνα Τζων Μίλτον Ο Χαμενός Παράδεισος. Εξορισμένος από τον Παράδεισο μετά το προπατορικό αμάρτημα και την Πτώση, ο Αδάμ απευθύνεται με πίκρα και παράπονο στον Θεό, με τους συγκλονιστικούς στίχους του Μίλτον που η Μαίρη Σέλλεϋ διάλεξε να βάλει στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
«… Σου ζήτησα εγώ, Δημιουργέ, από τον πηλό να με φτιάξεις άνθρωπο; Μήπως σου ζήτησα εγώ, από τα σκοτάδια να με βγάλεις στο φως; »
Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε ανώνυμα, αλλά η ενθουσιώδης υποδοχή από το κοινό (όχι όμως κι από τους κριτικούς) οδήγησε σύντομα σε επανέκδοση με το όνομα της συγγραφέως. Ο Φρανκεστάιν θεωρείται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας και, σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, σαν το πρώτο έργο της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Στην επιτυχία του συντέλεσε και η ομώνυμη ταινία του 1931 με τον Μπόρις Καρλόφ στο ρόλο του τέρατος. Πέρα από τη λογοτεχνία, και η ζωγραφική φαίνεται να επηρεάστηκε από την έκρηξη του Τάμπορα. Τα μικροσωματίδια που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα για χρόνια μετά την έκρηξη διαχέοντας τα μεγαλύτερα μήκη κύματος του ηλιακού φωτός (κόκκινο και πορτοκαλί) δημιουργούσαν εκπληκτικής ωραιότητας ηλιοβασιλέματα. Θεωρείται ότι ο διάσημος άγγλος ζωγράφος Γουίλιαμ Τάρνερ εμπνεύστηκε ορισμένους πολύ γνωστούς πίνακες του όπου ο ουρανός εμφανίζεται με ιδιαίτερα έντονα χρώματα (όπως το Τσίστσεστερ Κανάλ) από τη θέα τέτοιων τοπίων. Ποιός αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί την πολυεπίπεδη αναστάτωση που θα προξενούσε εκείνη η «Χρονιά χωρίς καλοκαίρι»;
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου Θεσσαλία στις 14 και 21 Αυγούστου 2016
Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6.
Το μέλλον του σύμπαντος: Μια φευγαλέα αναλαμπή στο σκοτάδι
Το μέλλον του σύμπαντος: Μια φευγαλέα αναλαμπή στο σκοτάδι
Τι θα μπορούσα να κάνω ή να γράψω για να εμποδίσω το πέσιμο της νύχτας;
A.E.Housman, Transcience
Σε απόσταση τριακοσίων χιλιάδων τρισεκατομμυρίων χιλιομέτρων από το κέντρο του Γαλαξία μας βρίσκεται ένα μικρό κίτρινο άστρο. Εμφανίστηκε σχετικά αργά μέσα στο μεγαλόπρεπο γαλαξιακό δίσκο, όταν πολλά από τα αστέρια της πρώτης γενιάς είχαν ήδη πεθάνει. Από τη στιγμή που σχηματίστηκε το μικρό αστέρι διαγράφει αδιάκοπα την κυκλική πορεία του γύρω από το κέντρο του Γαλαξία, όπως και δεκάδες δισεκατομμύρια όμοιά του. Παρά την εκπληκτική του ταχύτητα των 800.000 χιλιομέτρων την ώρα περίπου, χρειάζεται 250 εκατομμύρια χρόνια για να διατρέξει την περίμετρο της πελώριας τροχιάς του. Μέχρι σήμερα, κάπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια μετά τη γέννησή του, έχει πραγματοποιήσει λιγότερες από είκοσι περιστροφές. Μια ακολουθία από οκτώ πλανήτες και μυριάδες μικρά ουράνια σώματα το συνοδεύουν πιστά στο μακρύ του ταξίδι, σχηματίζοντας ολόγυρά του ένα αληθινό μικροσύμπαν: το Ηλιακό μας σύστημα.
Από όλα τα μέλη της οικογένειας του Ήλιου μόνο ο τρίτος πλανήτης είδε να αναπτύσσεται στην επιφάνειά του κάποια μορφή ζωής. Σε διάστημα εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων χρόνων διάφορα είδη ζωής, ολοένα πιο πολύπλοκα, κατέκτησαν τους ωκεανούς, τη στεριά και τον αέρα του πλανήτη. Εδώ και μερικά εκατομμύρια χρόνια κάποια από αυτά τα πλάσματα σηκώθηκαν προοδευτικά στα δυο πισινά τους πόδια, χρησιμοποίησαν τα μπροστινά τους μέλη για να χειριστούν όπλα και εργαλεία και ανέπτυξαν ένα φωνητικό σύστημα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Χάρη σε αυτές τις πρωτοφανείς ικανότητες τους μπόρεσαν να επιβληθούν στα άλλα είδη και να διασκορπιστούν σε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια του πλανήτη.
Σηκώνοντας τα μάτια τους στο νυκτερινό στερέωμα τα δίποδα πλάσματα αντίκρισαν χιλιάδες φωτεινά σημεία να περιστρέφονται γύρω από τη Γη, που θεωρούσαν κέντρο του Σύμπαντος. Για πολύ καιρό προβληματίστηκαν πάνω στη φύση αυτών των σημείων. Επρόκειτο άραγε για θεότητες που πηγαινοέρχονταν στο ουράνιο βασίλειό τους ή ήταν απλά και μόνο πυρακτωμένα βράχια; Ή μήπως ήταν τρύπες σε ένα σκοτεινό πέπλο, μέσα από τις οποίες μπορούσε να δει κανείς το θεϊκό πυρ που περιέβαλλε το Σύμπαν; Και αν κάπου ανάμεσα σ’ αυτά τα φωτεινά σημεία υπήρχε μια γη σαν την δική τους, θα ζούσαν κι εκεί άραγε πλάσματα όμοιά τους, ικανά να στρέφουν το βλέμμα τους στον ουρανό;
Σιγά-σιγά τα δίποδα πλάσματα ξεπέρασαν το στάδιο του μύθου και αντιλήφθηκαν ότι ούτε η Γη, ούτε ο Ήλιος τους βρίσκονται στο κέντρο του Σύμπαντος. Κατάλαβαν επίσης ότι οι νόμοι της φύσης που ισχύουν «εδώ κάτω» στη Γη ισχύουν και «εκεί πάνω» στον ουρανό κι ότι τα φωτεινά σημεία ήταν μακρινοί ήλιοι που βρίσκονταν πολύ πιο πέρα από ότι οι προγονοί τους μπορούσαν να φανταστούν. Το μεγαλύτερο ωστόσο σοκ ήρθε όταν συνειδητοποίησαν ότι το είδος τους, παρά την προφανή διανοητική υπεροχή του ως προς όλα τα άλλα είδη του πλανήτη, είναι στενά συνδεδεμένο με αυτά, μέσα από μακροχρόνιες και πολύπλοκες εξελικτικές διαδικασίες, που ακόμη και σήμερα δεν έχουν γίνει απόλυτα κατανοητές. Εξίσου εντυπωσιακή αποδείχτηκε και η σύνδεσή του γήινου κόσμου τους με τα μακρινά αστέρια, ο θάνατος των οποίων είναι απαραίτητος ώστε από τα βαριά υλικά που εκτινάσσονται στο μεσοαστρικό χώρο να μπορούν να σχηματιστούν πλανήτες και πάνω τους, σε μια τουλάχιστο περίπτωση, η ζωή.
Λίγο αργότερα, τα πλάσματα αυτά κατάλαβαν ότι όχι μόνο τα αντικείμενα γύρω τους (ποτάμια και βουνά, ήπειροι και θάλασσες, πλανήτες κι αστέρια) γεννιούνται, μεταβάλλονται και πεθαίνουν, αλλά κι ολόκληρο το Σύμπαν εξελίσσεται, οι ιδιότητες του αλλάζουν, με τρόπο που ευνοεί την ανάπτυξη της πολυπλοκότητας, και τελικά, της ζωής και της νόησης. Από ένα μικρό σχετικά αριθμό στοιχειωδών σωματιδίων (πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια, φωτόνια, νετρίνα) που υπήρχαν στο υπέρπυκνο και υπέρθερμο αρχέγονο Σύμπαν πριν 14 δισεκατομμύρια χρόνια, σχηματίστηκαν σταδιακά οι ελαφροί πυρήνες (μέσα στα πρώτα λεπτά), τα πρώτα άτομα (έπειτα από τριακόσιες χιλιάδες χρόνια), τα πρώτα αστέρια (έπειτα από μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια) και οι πρώτοι γαλαξίες (σχηματισμοί από δισεκατομμύρια αστέρια και μεσοαστρικό αέριο). Η δημιουργία των σχηματισμών αυτών (πυρήνες, άτομα, μόρια, κόκκοι σκόνης, πλανήτες, αστέρια, γαλαξίες) έγινε κάτω από την επίδραση των θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης (πυρηνική, ηλεκτρομαγνητική, βαρύτητα) και μπόρεσε να πραγματοποιηθεί επειδή η βαρύτητα συνθλίβει τοπικά την ύλη και δημιουργεί αστέρια που εκπέμπουν ενέργεια στο κοντινό περιβάλλον τους: είναι οι διαφορές θερμοκρασίας που επιτρέπουν την εμφάνιση της πολυπλοκότητας.
Το υπέρτατο στάδιο της εξελικτικής αυτής πορείας, από ότι γνωρίζουν σήμερα τα δίποδα όντα, συνέβη πάνω στον πλανήτη τους. Κάπου 7 δισεκατομμύρια χρόνια μετά τον σχηματισμό του γαλαξία τους, σχηματίστηκε ο Ήλιος τους, ζεσταίνοντας με την ενέργεια των θερμοπυρηνικών του αντιδράσεων το πλανητικό του σύστημα. Ωστόσο, μόνο ο τρίτος πλανήτης βρισκόταν σε απόσταση τέτοια που η θερμότητα του Ήλιου να επιτρέπει στην επιφάνειά του την ύπαρξη νερού σε υγρή μορφή, και συνεπώς την εμφάνιση ζωής. Κάπου 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν οι μονοκύτταροι οργανισμοί που σχηματίστηκαν στον αρχέγονο ωκεανό του πλανήτη για να εξελιχθούν σε οργανισμούς σκεπτόμενους, που να αναρωτιούνται για την προέλευσή τους και την ιστορία του κόσμου τους.
Η ανασύσταση της ιστορίας του Σύμπαντος, που πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αποτέλεσε ένα από τους μεγαλύτερους θριάμβους στα χρονικά της Επιστήμης. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ιστορία αυτή, με το αέναο πέρασμα από το απλό στο διαρκώς πιο περίπλοκο, υποδεικνύει ότι αντίστοιχες διαδικασίες θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν και στο μακρινό μέλλον, παράγοντας ανεπτυγμένες μορφές ζωής και νόησης πέρα από τη φαντασία μας κι ένα Σύμπαν πολύ πιο θαυμαστό από αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Είναι όμως έτσι; Οι σημερινές μας γνώσεις μας λένε πως όχι.
Ήδη στα μισά του 19ου αιώνα, η επιστήμη της Θερμοδυναμικής έδειχνε ότι σε οποιοδήποτε κλειστό σύστημα η ενέργεια δεν μπορεί παρά να υποβαθμίζεται συνεχώς και η εντροπία να αυξάνει (σύμφωνα με τον περίφημο 2ο νόμο), κάτι που οδήγησε το Γερμανό φυσικό Clausius να γράψει «…όσο περισσότερο το Σύμπαν πλησιάζει την κατάσταση μέγιστης εντροπίας, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες σημαντικών αλλαγών... καμιά αλλαγή δε θα μπορέσει στη συνέχεια να συμβεί και το Σύμπαν θα περιέλθει σε οριστικό θάνατο…».
Οι φυσικοί του 19ου αιώνα δεν μπορούσαν να καθορίσουν χρονικά το θερμικό θάνατο του Σύμπαντος, γιατί δε γνώριζαν ούτε τις ενεργειακές πηγές των άστρων ούτε τις αρχές της γαλαξιακής εξέλιξης. Σήμερα ξέρουμε ότι μόλις το ένα δέκατο του αερίου που υπήρχε αρχικά στο Σύμπαν έχει μετατραπεί σε αστέρια, ενώ το υπόλοιπο αιωρείται μέσα και γύρω από τους γαλαξίες. Άλλο τόσο περίπου υπολογίζεται ότι θα σχηματίσει άστρα στις επόμενες δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του, που βρίσκεται ανάμεσα στους γαλαξίες, θα εξακολουθήσει να αραιώνει εξαιτίας της συμπαντικής διαστολής χωρίς η βαρύτητα να μπορέσει ποτέ να το συμπυκνώσει.
Η συνέχεια των γεγονότων αποδίδεται γλαφυρότατα από τον περίφημο συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και εκλαϊκευτή Arthur C. Clarke στο βιβλίο του: Το Προφίλ του μέλλοντος, γραμμένο το 1953: «… Ο Γαλαξίας μας διανύει τώρα τη σύντομη άνοιξη της ζωής του, μια άνοιξη μεγαλόπρεπη χάρη στην παρουσία λαμπερών ασπρογάλαζων αστεριών, όπως ο Βέγας και ο Σείριος αλλά και (σε μια πιο περιορισμένη κλίμακα) ο ίδιος ο Ήλιος μας. Όμως η πραγματική ιστορία του Σύμπαντος θα αρχίσει μετά το τέλος της φλογερής νεότητας αυτών των άστρων. Θα είναι μια ιστορία που θα φωτίζεται μόνο από την αδύναμη ερυθρή και υπέρυθρη λάμψη των μικρών αστεριών, που θα είναι σχεδόν αόρατα στα μάτια μας. Και ωστόσο το σκοτεινό θέαμα αυτού του σύμπαντος θα μπορούσε να φαίνεται πανέμορφο και γεμάτο χρώματα στα παράξενα πλάσματα που θα κατάφερναν να προσαρμοστούν και να το συνηθίσουν. Θα ξέρουν ότι μπροστά τους απλώνονται όχι τα εκατομμύρια χρόνια των γεωλογικών μας εποχών ούτε τα δισεκατομμύρια χρόνια της ζωής των συνηθισμένων άστρων αλλά στην κυριολεξία τρισεκατομμύρια έτη. Όμως θα μας ζηλεύουν εμάς που λουζόμαστε στη φωτεινή λάμψη της Δημιουργίας, γιατί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε το Σύμπαν όταν ακόμη ήταν νέο…».
Πράγματι, σε μερικά τρισεκατομμύρια (1012) χρόνια από τώρα, ακόμη και τα μικρότερα αστέρια, όπως ο Εγγύς του Κενταύρου, το πλησιέστερο μας μετά τον Ήλιο, θα έχουν σβήσει. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρόκειται να υπάρχουν μελλοντικές αλλαγές, όπως φοβόταν ο Clausius. Ανεπαίσθητες, στη δική μας χρονική κλίμακα, διεργασίες θα εξακολουθήσουν να μεταβάλλουν την όψη του Σύμπαντος. Όμως, σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα εξέλιξη, οι αλλαγές αυτές θα αποδομούν συστηματικά την ύλη, σε ολοένα και απλούστερες μορφές.
Σε μια πρώτη φάση, τον κυρίαρχο ρόλο θα εξακολουθήσει να παίζει η βαρύτητα, η μοναδική δύναμη με ουσιαστικά άπειρη ακτίνα δράσης, που θα διαλύσει, αργά αλλά σταθερά, τις δομές που είχε «χτίσει» ως τότε: πλανητικά και αστρικά συστήματα, γαλαξίες και σμήνη γαλαξιών. Μέσα από ένα είδος αστρικού μπιλιάρδου, τα κεντρικά μέρη των συστημάτων αυτών θα χάνουν βαρυτική ενέργεια μέχρι να συγχωνευτούν σε γιγάντιες μαύρες τρύπες, ενώ οι περιφερειακές μονάδες θα κερδίζουν ενέργεια και θα εκτινάσσονται στο αχανές διαστελλόμενο Σύμπαν. Έπειτα από 1027 χρόνια δεν θα υπάρχουν παρά μεμονωμένα αντικείμενα (αστρικές και γαλαξιακές μαύρες τρύπες, αστρικά πτώματα, πλανήτες, αστεροειδείς, κόκκοι σκόνης) που θα ακολουθούν τους μοναχικούς τους δρόμους ξεμακραίνοντας το ένα από το άλλο σύμφωνα με το ρυθμό της διαστολής.
Σε ακόμη μεγαλύτερη χρονική κλίμακα, ένα φαινόμενο γνωστό από την κβαντική μηχανική που περιγραφεί τον μικρόκοσμο των υποατομικών σωματιδίων, το «φαινόμενο σήραγγας» (tunnel effect) θα εξατμίσει σταδιακά όλα τα εναπομείναντα μακροσκοπικά αντικείμενα, αφού τα μετατρέψει αρχικά σε μαύρες τρύπες. Κι αυτές με τη σειρά τους θα εξατμισθούν, μετατρέποντας τη μάζα τους σε ακτινοβολία, σύμφωνα με τη θεωρία που διατύπωσε το 1973 ο Βρετανός φυσικός Steven Hawking. Οι διαδικασίες του φαινόμενου σήραγγας είναι τόσο αργές που ο χρόνος εξάτμισης των μεγαλύτερων γαλαξιακών μαύρων τρυπών υπολογίζεται σε 10100 χρόνια, ενώ ο χρόνος μετατροπής των αστρικών πτωμάτων σε μαύρες τρύπες σε (1010)76 χρόνια. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για το μεγαλύτερο αριθμό που υπολογίστηκε στη φυσική και είναι σίγουρα ασύλληπτος για τον ανθρώπινο νου.
Η σύγχρονη κοσμολογία μας αποκάλυψε λοιπόν ένα μέλλον πολύ πιο περίπλοκο, πολύ πιο πλούσιο σε γεγονότα και με διάρκεια ασύλληπτα μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε να φανταστεί η φυσική του 19ου αιώνα. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα της μακράς πορείας του δε διαφέρει πολύ από την εικόνα του θερμικού θανάτου. Σχεδόν όλη η ύλη θα μετατραπεί σε αραιή και ψυχρή ακτινοβολία, ενώ ελάχιστα στοιχειώδη σωματίδια θα αιωρούνται διάσπαρτα στην απέραντη νύχτα του διαστελλόμενου Σύμπαντος σε μια θερμοκρασία πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει απαισιόδοξες σκέψεις σαν αυτές που τόσο εύστοχα διατύπωσε ο άγγλος φιλόσοφος Bertrand Russell στο περίφημο χωρίο του: «…όλα τα έργα του παρελθόντος, όλη η έμπνευση και η μεγαλοφυΐα του ανθρώπινου είδους, καθώς και κάθε ανθρώπινο επίτευγμα προορίζονται να εξαφανιστούν· ο ναός των κατορθωμάτων του ανθρώπου είναι καταδικασμένος να θαφτεί κάτω από τα ερείπια ενός Σύμπαντος που καταρρέει – όλα αυτά είναι τώρα τόσο βέβαια που κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να τα αγνοήσει…».
Αντίθετα, ο Herbert G. Wells, συγγραφέας της Μηχανής που ταξιδεύει στο χρόνο και πατέρας της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας, σε μια διάλεξη στο Βασιλικό Ινστιτούτο του Λονδίνου με θέμα την «Ανακάλυψη του μέλλοντος» το 1902, εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στο μέλλον του ανθρώπινου είδους, αν και ήταν αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι οι τότε υπάρχουσες ενδείξεις συνηγορούσαν για το αντίθετο: «Και τελικά είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ήλιος μας μια μέρα θα σβήσει …ότι η Γη μας θα καταλήξει νεκρή και παγωμένη, όπως και κάθε έμβιο ον… ότι το ανθρώπινο είδος είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί. Από όλους τους εφιάλτες μου αυτός είναι ο πιο πειστικός. Κι όμως δεν τον πιστεύω, γιατί θεωρώ ότι ο κόσμος έχει ένα νόημα κι ο άνθρωπος έναν προορισμό. Όσοι κόσμοι κι αν παγώσουν και όσοι ήλιοι κι αν σβήσουν, στα βάθη της ύπαρξής μας θα αναδεύεται πάντα κάτι που μου φαίνεται αδύνατο να χαθεί…».
Παρόμοια αισιοδοξία δείχνει και ο φυσικός του Princeton Freeman Dyson, στο περίφημο άρθρο του που θεμελίωσε την επιστημονική εσχατολογία το 1979: «…όσο μακριά κι αν πάμε στο μέλλον, θα βρίσκουμε πάντα καινούρια πράγματα να συμβαίνουν, καινούριους κόσμους για εξερεύνηση, νέες πληροφορίες να καταφτάνουν, κι ένα χώρο που συνεχώς θα διευρύνεται για τη ζωή, τη συνείδηση και τη μνήμη… ένα Σύμπαν με πλούτο και πολυπλοκότητα χωρίς όρια, αιώνια ζωντανό…».
Οι σκέψεις αυτές πάνω στο μακρινό μέλλον του Σύμπαντος δεν έχουν καμία πρακτική σημασία και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το τωρινό επίπεδο των γνώσεων μας. Καινούριες θεωρητικές ανακαλύψεις ίσως μας οδηγήσουν σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Από φιλοσοφική ωστόσο άποψη, θα είναι χρήσιμο να συγκρατήσουμε, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού μας, την ιδέα ότι η θαυμαστή πολυπλοκότητα του κόσμου που μας περιβάλλει και που μας αποκάλυψε η σύγχρονη επιστήμη, μπορεί να μην αποτελεί παρά μια φευγαλέα, ασήμαντη, στιγμή στην ιστορία του Σύμπαντος. Ακόμη κι αν είναι έτσι όμως, θα πρόκειται για μια « στιγμή » τόσο, μα τόσο, πολύτιμη…
Βόλος, Ιούλιος 2016
*Δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2016 στο πανηγυρικό 100ο τεύχος του περιοδικού ΟΥΡΑΝΟΣ της Εταιρείας Αστρονομίας και Διαστήματος